Γιατί είναι η γλωσσολογία τέτοιος μαγνήτης για κάθε πικραμένο και ψεκασμένο;




Τι ωραία που ήταν στις μέρες τής μη εμπειρικής γλωσσολογίας! Στην προ-επιστημονική εποχή μπορεί να έλεγε ο καθένας ό,τι ήθελε, αλλά πόσο διασκεδαστικό είναι αλήθεια να τα αναπολούμε εμείς σήμερα όλα αυτά …



Οι λόγιοι έσφαλλαν κατά τρόπους που ελάχιστοι σημερινοί γλωσσολόγοι θα το έκαναν. Σήμερα, το πεδίο μελέτης τους είναι μία σεβαστή κοινωνική επιστήμη, ακριβής στις μεθόδους της, ευρεία στη γκάμα της και γενναιόδωρη στη συγκομιδή της. Χωρίς ειδικούς στη φωνητική, οι υπολογιστές δεν θα ήταν σε θέση να επεξεργαστούν προφορικά αγγλικά. Χωρίς κοινωνιογλωσσολόγους, οι προλήψεις κατά των διαλέκτων και των μη ευρωπαϊκών γλωσσών θα ήταν ακόμα εξίσου διαδεδομένες –και ακόμα περισσότερο. Δικαστικοί γλωσσικοί εμπειρογνώμονες βοηθούν στην εξιχνίαση εγκλημάτων, κλινικοί γλωσσολόγοι συντρέχουν ανθρώπους με γλωσσικές βλάβες, ιστορικοί γλωσσολόγοι ρίχνουν φως στη γλωσσική αλλαγή και ακόμα στις προϊστορικές κουλτούρες και μετακινήσεις –και ούτω καθεξής.

Όταν η φυσική φιλοσοφία άρχισε με αργούς ρυθμούς να εξελίσσεται σε φυσική και άλλες επιστήμες, ο στοχασμός πάνω τα ανθρώπινα πράγματα δεν ακολούθησε αμέσως. Βαθμιαία όμως και αυτός εξελίχθηκε σε αυτό που σήμερα αποκαλούμε κοινωνικές επιστήμες, και η μελέτη της γλώσσας ήταν μία από τις πρώτες που υιοθέτησε τις νέες μεθόδους. Όσοι την ασκούσαν άρχισαν να σκύβουν πάνω σε αρχαία κείμενα γραμμένα σε γλώσσες από καιρό νεκρές και σε αλφάβητα ξεχασμένα, και να τα συγκρίνουν συστηματικότερα. Αυτό οδήγησε σε μία έκρηξη γνώσεων στα τέλη του 18ου αιώνα, όταν αναδύθηκαν νέες ιδέες σχετικά με την ιστορική προέλευση των σύγχρονων γλωσσών. Οι περισσότερες από αυτές τις ιδέες άντεξαν τη δοκιμασία του χρόνου.

Αλλά η άνθηση του νέου αυτού τομέα δεν έφερε μόνο νέες απαντήσεις, άλλαξε και τα ερωτήματα. To πάλαι ποτέ, οι λόγιοι, όταν συλλογίζονταν πάνω στη γλώσσα, αναρωτιόντουσαν για πράγματα όπως: ποια από τις σύγχρονες γλώσσες μιλούσε ο πρώτος άνθρωπος; Ποια είναι ανώτερη από τις υπόλοιπες; Και ποια από τις λαλιές των ανθρώπων αξίζει την ετικέτα «θεϊκή»; Οι σύγχρονοι γλωσσολόγοι ούτε καν αγγίζουν τέτοια ερωτήματα. Είναι αδύνατο να μάθουμε ποια ήταν η παλιότερη γλώσσα, αλλά είναι σίγουρο ότι ήταν διαφορετική από οτιδήποτε μιλιέται σήμερα. Η «καλύτερη» γλώσσα είναι αδύνατο να οριστεί με στοιχειωδώς λογικό τρόπο. Όσο για το «θεϊκή» –η ίδια η λέξη είναι άνευ νοήματος σε σχέση με τις γλώσσες, παρεκτός με μια πολιτισμική έννοια.

Παλιά δεν ήταν έτσι. Μάλιστα, οι απαντήσεις φαίνονταν προφανείς για πολλούς στοχαστές, αν μη τι άλλο χάρη σε αυτή την τόσο αντι-επιστημονική συνήθεια του μυαλού που είναι γνωστή ως εθνοκεντρισμός. Για τους αρχαίους Έλληνες, δεν χρειαζόταν πολλή σκέψη για να καθοριστεί ποια ήταν η πιο λαμπρή γλώσσα του κόσμου: ήταν η δική τους. Όσοι μιλούσαν διαφορετικά ήταν «βάρβαροι», δηλαδή φαφλατάδες. Οι Ρωμαίοι ήταν μια ιδέα πιο ανοιχτόμυαλοι. Η δική τους αξιολόγηση επεκτεινόταν πέρα από τα λατινικά και σε άλλες γλώσσες που είχαν γραπτή παράδοση, ιδίως τα ελληνκά (αυτά μάλιστα ίσως να ήταν και ανώτερα), αλλά επίσης τα φοινικικά, που μιλούσαν οι Καρχηδόνιοι, και τα ετρουσκικά. Όλες οι γλώσσες χωρίς γραφή, όμως, αντιμετωπίζονταν με περιφρόνηση. Ακόμα και στα τέλη του 5ου αιώνα, όταν η Ρώμη είχε χάσει την ισχύ της, ο Ρωμαίος αριστοκράτης Σιδώνιος Απολλινάριος χαρακτήρισε τη γερμανικής καταγωγής γλώσσα των νέων αρχόντων «όργανο με μόνο τρεις χορδές».

Άλλες κουλτούρες ήταν εξίσου αυτάρεσκες. Στους τελευταίους αιώνες πριν από τη χριστιανική χρονολογία, οι άνθρωποι στη βόρεια Ινδία πίστευαν ότι τα σανσκριτικά τους ήταν θεϊκή γλώσσα, και 1.000 χρόνια αργότερα οι Άραβες θα σκεφτούν το ίδιο για τη γλώσσα του Κορανίου. Για τους Κινέζους, το να εκπολιτίσουν τους γειτονικούς λαούς ουσιαστικά σήμαινε να τους εξοικειώσουν με τη μοναδική μεγάλη γλώσσα. Οι Γάλλοι του Διαφωτισμού, για να μη μείνουν πίσω, θεωρούσαν τη γλώσσα τους κάτι παραπάνω από θεϊκή: ορθολογική.



Σήμερα, η επίλεκτη γλώσσα είναι η αγγλική, ιδίως στο δυτικό κόσμο· είναι αναμφίβολο ότι κληρονόμησε το καθεστώς της γαλλικής ως ανώτερης υποτίθεται γλώσσας. Πόσο πλούσιο είναι το λεξιλόγιό της, πόσο κατάλληλη είναι για το τραγούδι και την επιστήμη, πόσο σαφής, ακριβής … με μια λέξη, κουλ. Και πόσο γελοία ηχούν όλα αυτά σε εμένα που δεν είμαι ομιλητής της αγγλικής! Τα αγγλικά δεν είναι άσχημα ως γλώσσα, αλλά, έναν αιώνα από σήμερα, όλοι αυτοί οι έπαινοι θα ηχούν τόσο ανόητοι όσο ηχούσαν και έναν αιώνα νωρίτερα.

Οι ομιλητές μεγάλων γλωσσών δεν είναι οι μόνοι που οδηγήθηκαν σε τέτοιες μεγαλομανίες. Κάποιοι ομιλητές τής Ταμίλ θεωρούν τη γλώσσα τους θεά, ενώ το μεσαίωνα Ιρλανδοί μοναχοί είχαν αναπτύξει μια περίεργη θεωρία που αποδείκνυε ότι η γαελική δημιουργήθηκε από τον βασιλιά της Σκυθίας με βάση τα καλύτερα στοιχεία των γλωσσών που απέμειναν αφού ο Θεός προκάλεσε την κατάρρευση του πύργου της Βαβέλ.

Όσο για την παλαιότερη γλώσσα, αυτή ήταν η εβραϊκή. Τουλάχιστον, αυτό πίστευαν οι Χριστιανοί για πάνω από 1.000 χρόνια. (Μόνο ο όσιος Εφραίμ ο Σύρος πίστευε ότι η συριακή ήταν παλαιότερη). Για πολύ καιρό θεωρούνταν αίρεση το να αμφιβάλλεις ότι η εβραϊκή γλώσσα και το αλφάβητό της ήταν θεόπνευστα –μαζί και τα λεγόμενα φωνηεντικά σημεία, τα οποία είναι γνωστό ότι τα προσέθεσαν ραββίνοι πολλούς αιώνες μετά το ξεκίνημα της χρονολογίας μας. Ακόμα σήμερα, οι Χριστιανοί που παίρνουν τη Βίβλο κατά γράμμα συνεχίζουν να πρεσβεύουν την παραδοσιακή άποψη. Το 2011, ο Ολλανδός Βίλλεμ Βέστερμπέκε τύπωσε ένα θεολογικό φυλλάδιο με τον τίτλο «Ο Θεός μιλούσε εβραϊκά». Τα ίδια και αλλού: το 2005, κάποιος Θακούρ Πρασάντ Βέρμα ισχυρίστηκε ότι τα σανσκριτικά όχι μόνο ήταν η αρχική γλώσσα της ανθρωπότητας, αλλά δόθηκαν απευθείας ως δώρο από ψηλά· «οι Βέδες είναι λεκτικές μεταμορφώσεις του Θεού». Και σε σχολιασμένη έκδοση μάλιστα.

Εκτός των εκκλησιών, η συναίνεση σιγά σιγά άρχισε να εμφανίζει ρωγμές και να καταρρέει από την Αναγέννηση και μετά, και, ανάμεσα στον 16ο και το 18ο αιώνα, άρχισαν να βγαίνουν διάφοροι λόγιοι ο ένας μετά τον άλλο και να προτείνουν και μια καινούρια «πρώτη γλώσσα» (βλ. πίνακα κατωτέρω για μια ημιτελή λίστα). Τα γερμανικά ήταν μια δημοφιλής επιλογή, αλλά ο Σουηδός λόγιος του 17ου αιώνα Όλοφ Ρούντμπεκ ευνοούσε τη μητρική του γλώσσα, για έναν αν μη τι άλλο ευρηματικό λόγο: η Σουηδία, υποστήριζε, ήταν η Ατλαντίς, και άρα το λίκνο του ανθρώπινου πολιτισμού.



Ίσως ο πιο διάσημος ήταν ο Φλαμανδός συγγραφέας Johannes Goropius Becanus, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι η ολλανδική γλώσσα, και ειδικά η φλαμανδική διάλεκτος της Αμβέρσας, ήταν ο άμεσος απόγονος της πρωταρχικής γλώσσας και η πηγή όλων των άλλων. Τα τεκμήριά του ήταν ετυμολογικής φύσεως. Το όνομα Αδάμ (Adam), για παράδειγμα, προερχόταν από το haat-dam (=φράγμα εναντίον του μίσους), ενώ η λέξη Diets [ολλανδικά] ήταν συνώνυμο του d’oudste (η αρχαιότερη). Στις Κάτω Χώρες, ο Γκορόπιους έχαιρε κάποιας υποστήριξης για τους επόμενους αιώνες· στο εξωτερικό, το όνομά του κατάντησε συνώνυμο της επινόησης ευφάνταστων ετυμολογιών: ο Γερμανός φιλόσοφος Γκότφριντ Βίλχελμ Λάιμπνιτς έπλασε συναφώς τον όρο «γκοροπισμός». Ακόμη σήμερα, η υπόθεση ότι τα ολλανδικά είναι η παλαιότερη γλώσσα διατηρείται ζωντανή από τουλάχιστον έναν γλωσσολόγο και έναν ποιητή, που και οι δύο φαίνεται να το υποστηρίζουν με κάθε σοβαρότητα.

Ακόμη τότε, πολλοί σοβαροί άνθρωποι δεν έπαιρναν στα σοβαρά αυτά τα ταξίδια στη φαντασία. Στις αρχές τού 18ου αιώνα, ο Σουηδός ιστορικός και σατιρικός συγγραφέας Όλοφ φον Ντάλιν ειρωνεύτηκε τον Ρούντμπεκ λέγοντας ότι, γι’ αυτόν, το όνομα Adam ήταν μάλλον παραφθορά τού av dam, που στα σουηδικά σημαίνει «(φτιαγμένος) από άμμο». Αν και αστείο, ήταν λιγότερο τραβηγμένο από το «φράγμα του μίσους» του Γκορόπιους.

Ένας άλλος Σουηδός, ο Άντερς Κέμπε, έγραψε ειρωνικά ότι στον παράδεισο ο Θεός σίγουρα θα μιλούσε σουηδικά, ο Αδάμ δανέζικα και το φίδι γαλλικά. Και ο Λάιμπνιτς το 1699 έγραψε ότι είναι απλώς ζήτημα χρόνου να διακηρύξουν και οι Τούρκοι ότι η δική τους γλώσσα είναι η παλαιότερη. Η ιστορία τον δικαίωσε.

Aν μπορούμε να αισθανόμαστε συγκατάβαση απέναντι σε όλους αυτούς τους σπουδαγμένους με τις αλλόκοτες θεωρίες τους, είναι απλώς επειδή ζούμε μετά το 1784. Ένα εμβληματικό γεγονός τη χρονιά εκείνη σηματοδοτεί την τομή μεταξύ της απαρχαιωμένης θεωρητικολογίας περί γλώσσας και της νεωτερικής γλωσσολογικής επιστήμης: μια παρουσίαση του Βρετανού φιλόλογου Ουίλλιαμ Τζόουνς στην Καλκούτα, στην οποία εισηγήθηκε την ύπαρξη της ινδο-ευρωπαϊκής οικογένειας γλωσσών (η οποία συμπεριλαμβάνει τις περισσότερες γλώσσες της Ευρώπης, της Ινδίας και του Ιράν). Όπως με πολλά ορόσημα, η επιλογή αυτή είναι κάπως αυθαίρετη. Ο Τζόουνς δεν ήταν ο πρώτος που έθεσε αυτή την ιδέα σε κυκλοφορία, διότι οι μελετητές είχαν προσέξει για πρώτη φορά τις ομοιότητες μεταξύ λατινικών, ελληνικών, σλαβικών, γερμανικών, κελτικών και ορισμένων ασιατικών γλωσσών έναν αιώνα νωρίτερα. Ούτε ήταν ο Τζόουνς ο μόνος που εντόπισε τις ιστορικές διαδικασίες γλωσσικής αλλαγής οι οποίες παγίωσαν την ιδέα αυτή έκτοτε, διότι αυτό το έκαναν κυρίως Γερμανοί και Δανοί λόγιοι του 19ουαιώνα, μεταξύ των οποίων οι αδελφοί Γκριμμ με την παραμυθένια φήμη τους.

Εκείνοι, περισσότερο από τον Τζόουνς, έθεσαν τη γλωσσολογία στην οδό της επιστημονικής αυστηρότητας. Ακόμη αργότερα, οι ερευνητές θα μελετούσαν ένα πολύ ευρύτερο φάσμα γλωσσικών φαινομένων, αναλύοντας τη γλώσσα με όλο και πιο αφηρημένους τρόπους και επικεντρώνοντας όλο και περισσότερο στην ομιλία. Αλλά αυτό που έδωσε την αρχική ώθηση ήταν η συστηματική σύγκριση γραπτών γλωσσών.

Με δεδομένο το εκτεταμένο σώμα ιστορικής γνώσης που έχουν συλλέξει έκτοτε, θα ανέμενε κανείς ότι εξωφρενικοί ισχυρισμοί τύπου Γκορόπιους και Ρούντμπεκ θα αποτελούσαν παρελθόν. Αυτό όμως δεν συμβαίνει. Μέχρι σήμερα, αιρετικοί με σοβαρότητα διαβεβαιώνουν ότι το κύριο ρεύμα της γλωσσολογίας αποτελεί ένα τεράστιο σφάλμα.

Ασφαλώς, η επιστήμη δεν είναι υπεράνω σφαλμάτων, και μερικά απ’ αυτά υπήρξαν συλλογικά και επίμονα –ας σκεφτούμε τη φρενολογία, ή τον συμπεριφορισμό. Η γλωσσολογία δεν αποτελεί εξαίρεση. Αλλά αν η διόρθωση των σφαλμάτων είναι ένα τιτάνιο έργο, πολλοί διαφωνούντες φαίνεται να πιστεύουν ότι μπορεί να υλοποιηθεί με τιτάνιες μυθοπλασίες.

Μία τέτοια απρόσμενη αφήγηση είχε ως κέντρο της τη «Λεμουρία». Το 19ο αιώνα, βιολόγοι και γεωλόγοι υποπτεύθηκαν την προϊστορική ύπαρξη μιας μεγάλης ηπείρου η οποία βυθίστηκε στον Ινδικό Ωκεανό –κάτι σαν Ατλαντίδα της ανατολής. Διάφοροι σοφοί της περιοχής έσπευσαν να συναγάγουν ότι η παλαιότερη γλώσσα του κόσμου θα έπρεπε να αναζητηθεί εκεί· προτάθηκαν οι γλώσσες της Σρι Λάνκα και της Μαδαγασκάρης. Στα μέσα του 20ού αιώνα, η νέα θεωρία των τεκτονικών πλακών σήμανε το τέλος της ιδέας περί Λεμουρίας.

Το 1935, η παιγνιώδης προφητεία του Λάιμπνιτς επαληθεύθηκε όταν ένα συνέδριο στην Τουρκία διατύπωσε και επισήμως επικύρωσε τη λεγόμενη θεωρία της «ηλιακής γλώσσας». Τη θεωρία αυτή εισηγήθηκε ένας αφανής Αυστριακός γλωσσολόγος, ο Χέρμανν Τέοντορ Κβέργκιτς, ο οποίος υποστήριξε ότι η γλώσσα προέκυψε όταν ένας προϊστορικός άνθρωπος ανέβλεψε προς τον ήλιο και αναφώνησε: «Α!». Η κραυγή αυτή εξελίχθηκε στην τουρκική γλώσσα, και από αυτήν σε όλες τις άλλες. Για τρία χρόνια, η θεωρία αυτή ήταν της μόδας, αλλά αποκλειστικά στην Τουρκία, για να πέσει σύντομα στην αφάνεια.

Το έτος 1935 ήταν ευοίωνο έτος για την ψευδογλωσσολογία. Ένα βιβλίο που βγήκε στη Γερμανία πρότεινε έναν μέχρι τότε αγνοημένο υποψήφιο: τα φινλανδικά. Αλλά αντί να φουσκώσουν από εθνική υπερηφάνεια, οι Φινλανδοί απλώς κάγχασαν, επειδή γνώριζαν τον αυτουργό, τον Σίγκουρντ Βέττενχόβι-Άσπα, ως άτομο στερούμενο σοβαρότητας.

Παρά τον έντονο ανταγωνισμό στο πεδίο της γλωσσικής φαντασιοπληξίας περιφανής θέση αναμφίβολα πρέπει να δοθεί στον Έντο Νύλαντ, έναν Καναδό δασοφύλακα, ο οποίος, αφού βγήκε στη σύνταξη το 1982, σε ηλικία 55 ετών, άρχισε να αναπτύσσει διάφορες πρωτότυπες θεωρίες κατά τις οποίες η Οδύσσεια του Ομήρου διαδραματιζόταν όχι στη Μεσόγειο, αλλά στις ακτές της Ιρλανδίας και της Σκωτίας. Στην περιοχή εκείνη τότε, κατά τον Νύλαντ, μιλιόταν μια γλώσσα συγγενής προς τη βασκική, την οποία ονόμασε «σαχαριανά». Αυτό το συμπέρανε από την ανάλυση διαφόρων τοπωνυμίων, που κατ’ αυτόν, αν τα αναλύσουμε, μοιάζουν με βασκικά. Όχι μόνο αυτά, αλλά και πολλές σύγχρονες λέξεις διάφορων γνωστών γλωσσών. Σημειωτέον ότι ο Νύλαντ δεν γνώριζε ο ίδιος βασκικά και βασίστηκε αποκλειστικά σε λεξικά.

Μια άλλη αλλόκοτη θεωρία ήταν ο γλωσσικός μαρξισμός ή «μαρρισμός», όπως ονομάστηκε χάρη στον Νικολάι Γιακόβλεβιτς Μαρρ, ο οποίος επιχείρησε μία ταξική ανάλυση των γλωσσών της Ευρώπης. Όπως το έβλεπε αυτός, δεν υπήρχαν οικογένειες γλωσσών, παρά μόνο στάδια ανάπτυξης. Αν οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες μοιάζανε, ήταν επειδή μιλιόντουσαν σε ταξικές κοινωνίες. Όσες μιλιόντουσαν στην περιοχή του Καυκάσου, από την άλλη, (μεταξύ αυτών και η δική του γλώσσα, τα γεωργιανά), ανταποκρίνονταν σε ένα παλιότερο ιστορικό στάδιο, το στάδιο των αταξικών κοινωνιών. Η έννοια των «εθνικών γλωσσών» ήταν γέννημα ψευδούς ταξικής συνείδησης. (Αν δεν το πιάνετε, είστε σε καλό δρόμο).

Ο Μαρρ αναδείχθηκε σε φωστήρα της σοβιετικής γλωσσολογίας και τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν λίγο πριν το θάνατό του, το 1934. Ωστόσο, το 1950 ο Στάλιν ανακοίνωσε ότι ο μαρρισμός ήταν λάθος, αναδεικνύοντας την ανάγκη για περαιτέρω συζήτηση. Καθώς ο Στάλιν ήταν αυτός που ήταν, ο Μαρρ ήταν μάλλον τυχερός που είχε ήδη πεθάνει.

Μολονότι όλοι οι κλάδοι προσελκύουν διάφορους εκκεντρικούς τύπους, φαίνεται ότι δύο τομείς ασκούν ιδιαίτερα έντονη έλξη: η ιστοριογραφία και η γλωσσολογία. Δύο είναι οι πιθανοί λόγοι. Ο ένας είναι ότι η ιστορία και η γλώσσα της ομάδας στην οποία ανήκουμε –είτε πρόκειται για έθνος, περιφέρεια, μειονότητα ή πίστη- είναι στενά δεμένες με την ταυτότητά της. (Βέβαια μερικοί μελετητές της γλώσσας νοιάζονται όχι για τη δική τους ομάδα, αλλά για κάποια γοητευτική μειονότητα· τα βασκικά και οι κελτικές γλώσσες είναι οι πιο ευνοούμενες). Το γόητρο που αποφέρει ένα ευγενές παρελθόν και μια αρχαία καταγωγή είναι ακαταμάχητο δέλεαρ, και έτσι οι άνθρωποι δεν φείδονται προσπαθειών για να βρουν αποδείξεις –ή, ελλείψει αυτών, περίπου αποδείξεις. Ο Ρούντμπεκ θα ήθελε να είναι τα σουηδικά του η παλαιότερη γλώσσα, ο Ριβαρόλ θα προτιμούσε να έχουν τα γαλλικά υποδειγματική λογικότητα, ο Μαρρ θα επιθυμούσε να μιλάνε όλοι οι εργάτες στον κόσμο μια κοινή ταξική γλώσσα. Αυτό φαίνεται να είναι ένα κοινό νήμα που διαπερνά όλες τις θεωρίες που αναφέρθηκαν παραπάνω: οι δημιουργοί τους θέλουν να είναι αληθείς.

Η παγίδα με την ιστορία είναι ότι σε αυτήν έχουν συμβεί τόσα πολλά· με τις γλώσσες, ότι υπάρχουν τόσες πολλές. Και αυτός είναι ο δεύτερος λόγος για τον οποίο η γλωσσολογία και η ιστοριογραφία αποτελούν τόσο πρόσφορο έδαφος για αξιοπερίεργες θεωρίες. Οι αυτόκλητοι και οι φαντασιόπληκτοι ρίχνουν τα δίχτυα τους παντού, ψάχνουν τη μια πηγή μετά την άλλη με την ελπίδα να βγάλουν απ’ το νερό κάτι που να μοιάζει με σχέση ή σύνδεση. Αλλά φυσικά όσο πιο πολλά τεκμήρια ξεψαχνίζουν, τόσο αυξάνει η πιθανότητα να πέσουν πάνω σε τυχαίες ομοιότητες και να αντλήσουν κίβδηλα συμπεράσματα. Και όταν οι καθιερωμένοι επιστήμονες διαφωνούν μαζί τους, εκείνοι παγίως αντιδρούν οργισμένα αντί να πάρουν στα σοβαρά την κριτική τους.

Ασφαλώς, κανείς ερευνητής δεν έχει ανοσία απέναντι σε τέτοιου είδους ανθρώπινες αντιδράσεις. Αλλά στον ακαδημαϊκό χώρο δεν υπάρχει άλλη οδός, πέρα από το να προσπαθήσεις να πείσεις τους ομοτίμους σου απαντώντας στα επιχειρήματα του αντιπάλου. Όσοι όμως κατηγορούν το κύριο ρεύμα της επιστήμης ότι φέρει παρωπίδες, συχνά δεν βλέπουν οι ίδιοι το δοκάρι στο δικό τους μάτι και την αυθαιρεσία της δικής τους μεθοδολογίας. Και ως αποτέλεσμα, η εργώδης προσπάθειά τους κατά κανόνα αποφέρει οργιώδεις ανοησίες.
***

του Γκαστόν Ντόρρεν

Μετάφραση (με κάποιες περικοπές): Α.Γ.

Αρχική δημοσίευση στο μπλογκ aeon με τίτλο Talking gibberish και με τον υπότιτλο The study of languages has long been prone to nonsense. Why is linguistics such a magnet for dilettantes and crackpots?, από τον οποίο είναι εμπνευσμένος ο τίτλος της ανάρτησης.

Ο Gaston Dorren είναι δημοσιογράφος και γλωσσολόγος. Το τελευταίο του βιβλίο είναι το Lingo: Around Europe in Sixty Languages (2015). Ζει στο Άμερσφορτ, στις Κάτω Χώρες.

Πηγή: nomadicuniversality

via: http://antikleidi.com
Σχόλια