Η αναγνώριση του Οδυσσέα από τον Τηλέμαχο και ο ρόλος του πιστού χοιροβοσκού Ευμαίου





Στην ελληνική μυθολογία ο Εύμαιος είναι ένα αρκετά σημαντικό πρόσωπο της Οδύσσειας του Ομήρου. Ο Εύμαιος ήταν ο πιστός χοιροβοσκός του Οδυσσέα, που έκανε κάθε προσπάθεια για να διατηρηθεί η περιουσία του κυρίου του κατά τη διάρκεια της εικοσάχρονης απουσίας του. Είναι το μοναδικό πρόσωπο στην Οδύσσεια στο οποίο ο ποιητής της απευθύνεται στο δέυτερο πρόσωπο: «δι Ευμαίη» = «εσύ, Εύμαιε».

Ο Εύμαιος ήταν γιος του Κτησία του Ορμενίδη, βασιλιά της νήσου Συρίης, που βρισκόταν πάνω από την Ορτυγία, στις Κυκλάδες. Αλλά μια δούλη από τη Φοινίκη έκλεψε τον Εύμαιο όταν αυτός ήταν μικρό παιδί και τον πούλησε σε φοινικικό πλοίο. Από το πλοίο αυτό πουλήθηκε στον Λαέρτη, τον πατέρα του Οδυσσέα, οπότε παρέμεινε πλέον στην Ιθάκη για όλη του τη ζωή.

Μόλις ο Οδυσσέας επέστρεψε στην Ιθάκη μετά το δεκάχρονο ταξίδι του, ύστερα από συμβουλή της θεάς Αθηνάς πήγε και συνάντησε πρώτο τον Εύμαιο στην καλύβα του, και από αυτόν έμαθε λεπτομερώς όλα τα γεγονότα που διαδραματίσθηκαν κατά την απουσία του.

Τις ίδιες ημέρες επέστρεψε στην Ιθάκη και ο Τηλέμαχος από τη Σπάρτη και την Πύλο. Ο Εύμαιος τον υποδέχθηκε με πατρική στοργή και τον άφησε να πάει να αναγγείλει στην Πηνελόπη το χαρμόσυνο γεγονός. Στην καλύβα του Ευμαίου, με τη θεϊκή επέμβαση της Αθηνάς έγινε η αναγνώριση Τηλεμάχου και Οδυσσέα.

[Όταν έφυγε ο Εύμαιος, η Αθηνά κάλεσε τον Οδυσσέα έξω από το καλύβι, και του είπε:]

Η Αθηνά δίνει εντολές στον Οδυσσέα, αίρει την παραμόρφωση του και ο Τηλέμαχος αιφνιδιάζεται



185 «Λαερτιάδη διογέννητε, ω πολυμήχανε Οδυσσέα,
έφτασε η ώρα, ομολογήσου τώρα στο παιδί σου, μην του κρύβεσαι·
οι δυο να συνταιριάξετε τον φόνο των μνηστήρων και τον χαλασμό τους,
κι ύστερα κατεβαίνετε στη δοξασμένη πόλη. Αλλά κι εγώ
δεν πρόκειται να σας αφήσω για πολύ – φλέγομαι αλήθεια
190 να μπω σ’ αυτή τη μάχη. [1]»
Είπε, και τον ακούμπησε τον Οδυσσέα η Αθηνά με το χρυσό ραβδί της.
Του φόρεσε γύρω στο στήθος πουκαμίσα καθαρή
και πανωφόρι. Και ξαφνικά ξανάνιωσε, έδειξε πιο ψηλός·
το δέρμα του έγινε πάλι μελαχρινό, τα μάγουλά του τσίτωσαν,
195 και μαύρισε το γένι γύρω στο πιγούνι.
Το έργο της τελειώνοντας, απομακρύνθηκε η θεά· ο Οδυσσέας όμως
προχωρούσε τώρα στην καλύβα. Τον είδε ο γιος του κι έμεινε
έκθαμβος, γύρισε αλλού το βλέμμα του με δέος,
μήπως του φανερώθηκε κάποιος θεός.
200 Κι όπως του μίλησε, πέταξαν σαν πουλιά τα λόγια του:
«Αλλιώτικος φαντάζεις τώρα, ξένε, παρ’ ό,τι πριν·
άλλα τα ρούχα σου, άλλαξε και το δέρμα σου.
Ανίσως είσαι ένας θεός απ’ όσους τον απέραντο ουρανό κρατούν,
σπλαχνίσου μας, κι εμείς θα σου προσφέρουμε
205-6 θυσία ευχάριστη, δώρα από δουλεμένο μάλαμα. / Μόνο ελέησέ μας.»

Ο Οδυσσέας αποκαλύπτεται και αναγνωρίζεται από τον Τηλέμαχο

Πήρε τον λόγο τότε κι αποκρίθηκε βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος:
«Όχι, θεός δεν είμαι, πώς με φαντάστηκες αθάνατο;
Είμαι ο πατέρας ο δικός σου· που εσύ για χάρη του στενάζεις
210-11 και πολλά υποφέρεις, σηκώνοντας τα βάρη από βίαιες πράξεις / άλλων ανδρών.»
Μιλώντας, φίλησε τον γιο του κι άφησε να κυλήσουνε από τις παρειές
στο χώμα δάκρυα, που πριν με τόση επιμονή τα συγκρατούσε.
Αλλά ο Τηλέμαχος δεν ήθελε να το πιστέψει πως έβλεπε μπροστά του
215 τον πατέρα του, γι’ αυτό πήρε ξανά τον λόγο και του μίλησε:
«Όχι, δεν είσαι ο Οδυσσέας εσύ, δεν είσαι εσύ ο πατέρας μου·
217-18 ένας θεός θα με μαγεύει, για να στενάζω και να οδύρομαι / ακόμη πιο πολύ.
Γιατί δεν θα μπορούσε κανείς θνητός, με το δικό του το μυαλό,
220 να φανταστεί το έργο αυτό· [2] εκτός κι αν τον συνέτρεχε
221-2 κάποιος θεός που εύκολα, αν θέλει, κάνει τον γέρο νέο / και τον νέο γέρο.
Εσύ πρωτύτερα ήσουν γέρος, ντυμένος με άσχημα κουρέλια,
και τώρα μοιάζεις στους θεούς που τον απέραντο ουρανό κρατούν.»
225 Του αντιμίλησε έπειτα ο Οδυσσέας πολυμήχανος:
«Τηλέμαχε, όχι, δεν σου πρέπει με τον πατέρα σου στο πλάι,
να αποθαυμάζεσαι τόσο πολύ και να αμφιβάλλεις.
Δεν πρόκειται άλλος Οδυσσέας να φτάσει εδώ·
είναι μπροστά σου κι είμαι εγώ· που πάτησα τα πατρικά μου χώματα
230-1 μετά από πάθη φοβερά κι από μεγάλη περιπλάνηση – / είκοσι χρόνια πάνε τώρα.
Το έργο αυτό που βλέπεις και θαυμάζεις, είναι της Αθηνάς που της αρμόζει
του πολέμου η λεία· εκείνη μ’ έκανε όπως θέλει και μπορεί,
τη μια να μοιάζω με φτωχό ζητιάνο,
235 την άλλη νέος που φορεί στο σώμα του ωραία ρούχα. [...]»
239 Μιλώντας, υποχώρησε και κάθισε, αλλά ο Τηλέμαχος
240 χύθηκε πάνω του οδυρόμενος, και βουρκωμένος τώρα τον αγκάλιασε.
Τότε τους συνεπήρε [3] και τους δυο του θρήνου ο ίμερος·
σπαραχτικά θρηνούσαν, πιο δυνατά κι από πουλιά,
σαν αετοί, γύπες γαμψώνυχοι, που τα μικρά τους
κυνηγοί τούς άρπαξαν, προτού ξεπεταρίσουν·
245 τόσο πικρό και το δικό τους δάκρυ από τα βλέφαρά τους κύλησε.
Και θα μπορούσε ο οδυρμός τους να κρατήσει ώσπου να δύσει ο ήλιος,
αν ο Τηλέμαχος δεν προσφωνούσε τον πατέρα του:
«Με ποιο καράβι, αγαπημένε μου πατέρα, ποιοι ναυτικοί
σ’ έφεραν στην Ιθάκη; για ποια γενιά καμάρωναν;
250 Φαντάζομαι δεν έφτασες στα μέρη μας πεζός.»

Αμέσως του αποκρίθηκε βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος:


Οδυσσέας-Τηλέμαχος. Ο Οδυσσέας καταστρώνει σχέδιο δράσης



«Παιδί μου, την αλήθεια θέλω να σου πω·
οι Φαίακες, θαλασσινοί διάσημοι, μ’ οδήγησαν – ξεπροβοδούν αυτοί
κι άλλους πολλούς, όποιον πατήσει στο νησί τους. [...]
259 Κι έφτασα εδώ με σύσταση της Αθηνάς,
260 να αποφασίσουμε μαζί τον φόνο των εχθρών μας.
Έλα λοιπόν, λογάριασε και μέτρησέ μου τους μνηστήρες [...].»

[Ο Τηλέμαχος τους απαριθμεί [4] και αποφασίζουν τρόπο αντιμετώπισής τους.]

298 «[...] / Μα τώρα εσύ, μόλις φανεί στον ουρανό η Αυγή, πήγαινε
σπίτι, ανακατέψου πάλι με τους περήφανους μνηστήρες –
300 εμένα θα με κατεβάσει αργότερα στην πόλη ο χοιροβοσκός,
με τη μορφή ενός γέρου, κουρελή ζητιάνου.
Κι αν μέσα στο ίδιο μου το σπίτι εκείνοι με καταφρονήσουν,
να μείνει ψύχραιμη η καρδιά σου, βλέποντας
το κακό που πάσχω· ακόμη κι αν στο πάτωμα με σύρουν απ’ τα πόδια
305 να με πετάξουν έξω, ή ρίξουν τις βολές τους πάνω μου, βλέπε
και κάνε εσύ υπομονή. Μόνο με λόγια μαλακά τους λες
τις αφροσύνες τους να σταματήσουν. Αυτοί, είναι σίγουρο,
δεν θα σ’ ακούσουν· γιατί τους μέλλεται η μοιραία μέρα.
Αλλά και κάτι άλλο έχω να σου πω, να το φυλάξει ο νους σου:
310 μόλις φωτίσει το μυαλό μου πολύβουλη η Αθηνά,
εγώ κουνώντας το κεφάλι θα σου κάνω νεύμα, πιάνεις εσύ τότε
το νόημα, κι αμέσως σηκώνεις τα όπλα του πολέμου
που παραμένουν στη μεγάλη αίθουσα [5] – να τα μαζέψεις όλα
στη γωνιά της πάνω κάμαρης. [...]
324 Μόνο για μας τους δυο άφησε μέσα δυο σπαθιά, δυο δόρατα,
325 και δυο σκουτάρια από βοδίσιο δέρμα· πρόχειρα να ’ναι,
όταν διαλέξουμε την ώρα να εφορμήσουμε. Μετά η Παλλάδα Αθηνά
θα τους μαγέψει αυτούς, αλλά κι ο Δίας βαθυστόχαστος.
Και κάτι ακόμα θα σου πω, να το θυμάσαι·
αν είσαι γιος μου κι αίμα μου, κανείς μην πάρει είδηση
330 πως ο Οδυσσέας βρίσκεται στο σπίτι. Μήτε ο Λαέρτης να το μάθει
μήτε ο χοιροβοσκός μήτε άλλος άνθρωπος δικός μας –
ούτε κι η ίδια η Πηνελόπη.
Μόνο εσύ κι εγώ, μαζί να δούμε των γυναικών το φρόνημα
και λέω να δοκιμάσουμε τους άλλους δούλους· αν κάποιος μας τιμά
335 και μας φοβάται, και ποιος καθόλου δεν μας λογαριάζει
κι εσένα σε ατιμάζει, κι ας είσαι αυτός που είσαι.»

Μετά από αυτά, ο Εύμαιος οδήγησε τον Οδυσσέα μεταμφιεσμένο σε φτωχό ζητιάνο στο παλάτι, για να ξεγελάσει τους μνηστήρες, και τον παρουσίασε στην Πηνελόπη.

Στο τέλος ο Εύμαιος απέκτησε την ελευθερία του από τον Τηλέμαχο και έγινε ο γενάρχης του γένους των Κολιαδών στην Ιθάκη.


------------------
[1]. (στ. 189-90) φλέγομαι αλήθεια να μπω σ’ αυτή τη μάχη: Η Αθηνά προβάλλει εδώ με την πολεμική της ιδιότητα.
[2]. (στ. 220-1) εκτός κι αν τον συνέτρεχε κάποιος θεός: εκτός κι αν τον βοηθούσε κάποιος θεός.
[3]. (στ. 241) τους συνεπήρε [...] του θρήνου ο ίμερος: τους συνεπήρε ο πόθος να θρηνήσουν (ίμερος = πόθος).
[4]. 52 από το Δουλίχιο και 6 συνοδοί τους, 24 από τη Σάμη, 20 από τη Ζάκυνθο, 12 από την Ιθάκη και ο κήρυκας Μέδοντας, ο αοιδός Φήμιος και 2 θεράποντες = 108 μνηστήρες και 10 συνοδοί τους.
[5]. (στ. 312-3) Φαίνεται ότι συνήθιζαν να διατηρούν τα όπλα κρεμασμένα στους τοίχους του ανδρωνίτη του «μεγάρου».






Πηγή1 / Πηγή2
Σχόλια