Μακεδονία το αρχαίο Ελληνικό βασίλειο




Η Μακεδονία ήταν αρχαίο Eλληνικό βασίλειο στο βορειότερο σύνορο της Αρχαίας Ελλάδας και αργότερα το κυρίαρχο κράτος της ελληνιστικής Ελλάδας. Κυβερνήθηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος της ύπαρξής του από τη Δυναστεία των Αργεαδών, με διαλείμματα από τη Δυναστεία των Αντιπατριδών και τελικά από εκείνη των Αντιγονιδών.

Πατρίδα των Μακεδόνων, το αρχαιότερο βασίλειο είχε το κέντρο του στο βορειοανατολικό τμήμα της ελληνικής χερσονήσου και συνόρευε στα δυτικά με το βασίλειο της Ηπείρου, στα βόρεια με την Παιονία, στα ανατολικά με την περιοχή της Θράκης και στα νότια με τη Θεσσαλία.

Η άνοδος της Μακεδονίας, από ένα μικρό βασίλειο στο περιθώριο των υποθέσεων των τυπικών ελληνικών πόλεων-κρατών σε ένα που κατέληξε να εξουσιάζει την τύχη ολόκληρου του Ελληνιστικού κόσμου, συνέβη επί της βασιλείας του Φιλίππου Β΄. Με τον καινοτόμο μακεδονικό στρατό, νίκησε τις παλιές δυνάμεις της Αθήνας και της Θήβας στην αποφασιστική Μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.) και τις υπέταξε ενώ διατηρούσε υπό έλεγχο τη Σπάρτη.

Ο γιος του Αλέξανδρος ο Μέγας συνέχισε την προσπάθεια του πατέρα του να διοικήσει όλη την Ελλάδα μέσω της ομοσπονδίας των ελληνικών κρατών, κατόρθωμα που τελικά επιτεύχθηκε μετά την καταστροφή της επαναστατημένης Θήβας. Ο νεαρός Αλέξανδρος ήταν τότε έτοιμος να ηγηθεί αυτής της δύναμης, όπως ο ίδιος φιλοδοξούσε, σε μια μεγάλη εκστρατεία κατά της Αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών, σε αντίποινα για την εισβολή της στην Ελλάδα τον 5ο αιώνα π.Χ.

Στους πολέμους του Μεγάλου Αλεξάνδρου που ακολούθησαν, κατάφερε τελικά να κατακτήσει έκταση που εκτεινόταν μέχρι τον Ινδό Ποταμό. Για μια σύντομη περίοδο η Μακεδονική Αυτοκρατορία του ήταν η ισχυρότερη στον δυτικό κόσμο, το καθοριστικότερο ελληνιστικό κράτος, εγκαινιάζοντας τη μετάβαση στη νέα αυτή περίοδο του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού.

Στις νεοκατακτημένες χώρες άνθησαν οι ελληνικές τέχνες και τα γράμματα και στον αρχαίο κόσμο διαδόθηκαν οι πρόοδοι στη φιλοσοφία και στην επιστήμη. Σημαντικότερη ήταν η συνεισφορά του Αριστοτέλη, δάσκαλου του Αλεξάνδρου, του οποίου οι διδασκαλίες επιβίωσαν πολλούς αιώνες μετά το θάνατό του.

Μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου το 323 π.Χ., τους πολέμους των Διαδόχων που ακολούθησαν και το διαμελισμό της βραχύβιας αυτοκρατορίας του, η κυρίως Μακεδονία συνέχισε ως ελληνικό πολιτισμικό και πολιτικό κέντρο στην περιοχή της Μεσογείου, μαζί με την Αίγυπτο των Πτολεμαίων, την Αυτοκρατορία των Σελευκιδών και του βασιλείου των Ατταλιδών.

Σημαντικές πόλεις, όπως η Πέλλα, η Πύδνα και η Αμφίπολη ενεπλάκησαν σε ανταγωνισμούς για τον έλεγχο της περιοχής και νέες πόλεις ιδρύθηκαν, όπως η Θεσσαλονίκη από τον σφετεριστή Κάσσανδρο. Η μείωση της μακεδονικής επιρροής άρχισε με την άνοδο της Ρώμης, μέχρι την τελική της υποταγή κατά τον Β΄ Μακεδονικό Πόλεμο.

Από τον 5ο π.Χ. αιώνα και εξής, ξεκίνησε η ολοένα αυξανόμενη ανάμιξη των Μακεδόνων βασιλέων στις υποθέσεις των ελληνικών πόλεων. Ο Φίλιππος Β΄ (βασ. 359-336 π.Χ.) υπέταξε τις ελληνικές πόλεις, ενώ ο γιος του, Αλέξανδρος Γ΄ (βασ. 336-323 π.Χ.) εκστράτευσε εναντίον της Περσικής Αυτοκρατορίας και την κατέκτησε, εγκαινιάζοντας τον ελληνιστικό πολιτισμό.

Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου το 323 π.Χ., η αυτοκρατορία του διαμοιράστηκε ανάμεσα στους διαδόχους του, αλλά η Μακεδονία συνέχισε να είναι ανεξάρτητο βασίλειο που ασκούσε σημαντική επιρροή στον ελληνιστικό κόσμο. Ήρθε σε σύγκρουση με την ανερχόμενη δύναμη της Ρώμης και ηττήθηκε με αποτέλεσμα το 168 π.Χ. να καταλυθεί το μακεδονικό βασίλειο και να διαμελιστεί σε τέσσερεις «μερίδες». Το 146 π.Χ. η Μακεδονία έγινε ρωμαϊκή επαρχία.


Ετυμολογία


Το όνομα Μακεδονία προέρχεται από το «Μακεδόνες» ή «Μακεδνοί». Όπως και το «Μάγνητες», οι λέξεις αυτές περιέχουν το θέμα «μακ» το οποίο σημαίνει μέγεθος και απαντάται και στα ουσιαστικά «μήκος» - «μάκος» και «μάκρος» της αρχαίας και νέας ελληνικής.[1]

Ο Όμηρος, φαίνεται να αγνοεί τα ονόματα Μακεδονία και Μακεδόνες. Γι΄ αυτόν οι πολεμιστές από τη χώρα που αρδεύει ο Αξιός είναι οι Παίονες και χώρα τους η Παιονία (Ιλιάδα Β’ 848, Π’ 287 και Φ’ 152).

Ο Ηρόδοτος ονομάζει Μακεδονία την πέρα της Πρασιάδας λίμνης και του Δυσώρου όρους χώρα (Ε 18) που ορίζεται προς Ν. από τον Πηνειό και τον Όλυμπο (Ζ’ 173), άλλως «Μακεδονίς» (Ζ 127). Οι κάτοικοι αυτής, Μακεδόνες (Ε 18) ή Μακεδνόν έθνος (Α 56, Η 43) ήταν, κατά τον Ηρόδοτο, ελληνικό φύλο και μάλιστα δωρικό γένος που κατοικούσε πρώτα στη Φθιώτιδα επί Δευκαλίωνα, παρά την Όσσα και τον Όλυμπο επί Δώρου και που τελικά εκδιώχθηκε από τους Καδμείους και κατέφυγε στην Πίνδο (Α 56).

Στην ελληνική μυθολογία υπάρχουν τρεις παραδόσεις για το όνομα της Μακεδονίας:



Aπό τον γενάρχη Μακεδόνα, τον γιο του Αιόλου (Ελιαν. απόσπ. 46).
Από τον Μακεδόνα τον γιο του Λυκάονα (βασιλέα της Ημαθίας), πατέρα της Πίνδου
Το όνομα οφείλεται στον Μακεδόνα τον γιο του Δία και της Θυίας, κόρης του Δευκαλίωνα που απέκτησε τα τέκνα Άμαθον και Πίερον από το όνομα του οποίου ονομάστηκαν τα Πιέρια όρη (Ησιόδου απόσπ. XXVI).



Οριοθέτηση
Αξιοσημείωτη τυγχάνει, για οποιονδήποτε ερευνητή, η δυσκολία που φαίνεται πως αντιμετώπιζαν από την αρχαία ακόμη εποχή οι τότε αρχαίοι συγγραφείς, ώστε να αποδώσουν ορθά τα γεωγραφικά όρια αυτού του βασιλείου, που από τα κείμενά τους δείχνουν πως ή δεν τα γνώριζαν (αμφίβολο) ή δεν προλάβαιναν (τις αλλαγές) ή και να συνέχεαν τα γεωγραφικά όρια με εκείνα τα πολιτικά (μετά από επιχειρήσεις).

Ο Ηρόδοτος θεωρούσε το βόρειο όριο μεταξύ της Μακεδονίδος και της Βοττιαίας την συνένωση των ποταμών Λουδία και Αλιάκμονα: (7.127) «...μέχρι Λυδίεώ τε ποταμού και Αλιάκμονος, οι ουρίζουσι γην την Βοττιαιίδα τε και Μακεδονίδα, ες τωυτό ρέεθρον ύδωρ συμμίσγοντες.»

Από την περιγραφή του Ηροδότου πρέπει να υποθέσουμε ότι στα χρόνια του ο Αλιάκμονας προχωρούσε βορειότερα μέχρι το Λουδία και ενωμένοι οι δύο ποταμοί χύναν τα νερά τους στο Θερμαϊκό. Έτσι η «Μακεδονίς γη»του Ηροδότου περιλαμβάνει τους σημερινούς νομούς Πιερίας και Ημαθίας. Ο Θουκυδίδης, που ζούσε πριν τη κατάληψη της Οδομαντικής και της Ηδωνίδας από τον Φίλιππο, θεωρούσε ανατολικό όριο τον Στρυμώνα ποταμό.

Επί Περδίκκα Α΄, το μακεδονικό βασίλειο της Ημαθίας αποτελούνταν από έξι επαρχίες: Ημαθία, Πιερία, Βοττιαία, Μυγδονία, Εορδαία και Αλμωπία. Επί Αλεξάνδρου Α΄ έλαβαν χώρα οι ανατολικές προσαρτήσεις των εξής περιοχών: Κρηστωνία, Βισαλτία, Ελιμία ή Ελιμιώτις, Ορεστίδα (Ορεστίς) και η Λυγκηστίδα (Λυγκηστίς ή Λύγκος). Επί Φιλίππου προστέθηκαν στα βόρεια και τα ανατολικά οι εξής επαρχίες: (βόρειες) Πελαγονία, Παιονία, (ανατολικές) Σιντική, Οδομαντική Ηδωνίδα (Ηδωνίς) και (νότια μία) Χαλκιδική.


Ιστορία

Προϊστορική περίοδος

Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία, Μακεδών, ήταν το όνομα του αρχηγού της φυλής που πρωτοεγκαταστάθηκε στη δυτική, νότια και κεντρική Μακεδονία και ίδρυσε το αρχαίο μακεδονικό βασίλειο. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Ηρόδοτου το μακεδονικό έθνος ήταν ελληνικό φύλο και μάλιστα δωρικό, που μετακινούμενο από τη Εστιαιώτιδα της Θεσσαλίας (αρχικά) κατοίκησε στις παρυφές της Πίνδου. Ο Μακεδών, γενάρχης του βασιλικού οίκου της Μακεδονίας ανήκε στη φυλή των Δωριέων και ήταν Αργείος Ηρακλείδης στη καταγωγή.


Από τον Περδίκκα Α΄ μέχρι τον Φίλιππο Β΄
Η ιστορία των Μακεδόνων φαίνεται να αρχίζει γύρω στο 700 π.Χ., στην περιοχή της Ορεστίδας, την οποία μοιράζονταν με ένα ελληνικό φύλο, τους Ορέστες. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο και τον Θουκυδίδη, η πρώτη μακεδονική βασιλική δυναστεία ήταν αυτή των Αργεαδών ή Τημενιδών, με ιδρυτή της τον Περδίκκα Α΄ (πρώτο μισό του 7ου αι. π.Χ.).[1] Σε μεταγενέστερη εποχή (4ος αι. π.Χ.) αναφέρονται και βασιλείς αρχαιότεροι από τον Περδίκκα με τα ονόματα Κάρανος, Κοίνος, Τυρίμμας, αλλά αρκετοί νεότεροι ιστορικοί πιθανολογούν ως πλαστή την πληροφορία αυτή.[2]

Κατά τη βασιλεία του Περδίκκα οι Μακεδόνες άρχισαν να επεκτείνονται προς τα ανατολικά, καταλαμβάνοντας κατά σειρά την Εορδαία, Βοττιαία, Πιερία, Αλμωπία. Την ίδια εποχή ή επί του διαδόχου του κτίστηκαν οι Αιγαί (σύγχρονη Βεργίνα), ως νέα πρωτεύουσα του βασιλείου.[3]

Τον Περδίκκα Α΄ διαδέχτηκε ο γιος του Αργαίος (652-621 π.Χ.) ο οποίος νίκησε το ιλλυρικό φύλο των Ταυλαντίων που εισέβαλε στη Μακεδονία. Οι διάδοχοί του Φίλιππος Α' (621-588 π.Χ.) και Αεροπός (588-568 π.Χ.) απέκρουσαν επανειλημμένες επιδρομές Ιλλυριών. Μετά τον Αεροπό, βασίλευσαν οι Αλκέτας Α' (568-540 π.Χ.) και Αμύντας Α' (540-498 π.Χ.), οι οποίοι κατέλαβαν τμήματα της Μυγδονίας (η περιοχή των λιμνών Κορώνεια και Βόλβη) και τον Ανθεμούντα, στα όρια της Χαλκιδικής.[3]

Όμως, η σημαντικότερη επέκταση του μακεδονικού βασιλείου έγινε κατά τις πρώτες δεκαετίες του 5ου αι. π.Χ., επί της βασιλείας του Αλεξάνδρου Α' (498-454 π.Χ.). Ο Αλέξανδρος Α' ήταν μια πολύ σημαντική προσωπικότητα με ιδιαίτερες πολιτικές, διπλωματικές και στρατιωτικές ικανότητες.

Χειρίστηκε επιδέξια την εξωτερική πολιτική κατά την περίοδο της υποτέλειας της χώρας του στους Πέρσες (η οποία είχε ήδη επιβληθεί κατά τη βασιλεία του πατέρα του Αμύντα) και της εισβολής τους στην Ελλάδα. Μετά τη λήξη της περσικής εισβολής, βρήκε την ευκαιρία να επεκτείνει το βασίλειό του απωθώντας τους Παίονες από την κάτω κοιλάδα του Αξιού και επιβάλλοντας υποτέλεια στους ηγεμόνες των τεσσάρων γειτονικών λαών (Ορέστες, Λυγκηστές, Πελαγόνες, Ελιμιώτες).

Στη συνέχεια, κατέστησε υποτελείς τους Βισάλτες και τους Κρηστωνούς (θρακικά φύλα δυτικά του ποταμού Στρυμόνα) και έθεσε υπό την εκμετάλλευσή του ορισμένα μεταλλεία αργύρου της περιοχής. Αναφέρεται ως ο πρώτος Μακεδόνας βασιλιάς που έκοψε νόμισμα.[4]

Με τον διάδοχο του Αλεξάνδρου, Περδίκκα Β΄ (454-413 π.Χ.), αρχίζουν τα προβλήματα με τις επεκτατικές διαθέσεις της Αθήνας, η οποία εκμεταλλεύτηκε τη διαμάχη του μακεδόνα βασιλιά με τα αδέλφια του Αλκέτα και Φίλιππο. Ήταν χαρακτηριστική, όμως, η αδυναμία του μακεδονικού βασιλείου μπροστά στην πανίσχυρη Αθηναϊκή συμμαχία, γι αυτό και ο πανούργος Περδίκκας συνήθως απέφευγε να κάνει φανερές τις αντιαθηναϊκές ενέργειές του.

Τελικά οι συνεχείς προστριβές με τους Αθηναίους οδήγησαν τους τελευταίους σε πόλεμο εναντίον του, ο οποίος έληξε με συνθήκη, το 413 π.Χ.. Γενικά, η βασιλεία του Περδίκκα χαρακτηριζόταν από μεγάλες εσωτερικές και εξωτερικές δυσκολίες τις οποίες όμως κατάφερε να αντεπεξέλθει με μεγάλη επιδεξιότητα.[5]

Εξ αιτίας των αυξανόμενων δυσκολιών των Αθηναίων, προς το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, οι σχέσεις τους με το μακεδονικό βασίλειο έγιναν φιλικές. Έτσι, ο διάδοχος του Περδίκκα Αρχέλαος Α' (413-399 π.Χ.) έμεινε απερίσπαστος στην αναδιοργάνωση του βασιλείου του ενώ η ισχύς που απέκτησε ήταν αρκετή για να του επιτρέψει μια αιματηρή επέμβαση στα εσωτερικά της Θεσσαλίας.

Στον τομέα της οργάνωσης, προχώρησε σε διοικητική διαίρεση της Κάτω Μακεδονίας (η οποία ήταν πιο ανεπτυγμένη) σε περιφέρειες πόλεων και στρατιωτική αναδιοργάνωση. Επίσης πιθανολογείται ότι ήταν αυτός ο οποίος μετέφερε την πρωτεύουσα από τις Αιγές στην Πέλλα η οποία ήταν, τότε, πολύ κοντά στη θάλασσα.

Φιλοξένησε στην αυλή του διάσημους καλλιτέχνες μεταξύ των οποίων ο Ευριπίδης (ο οποίος έμεινε εκεί μέχρι το θάνατό του) και σοφούς (λέγεται πως είχε καλέσει και τον Σωκράτη), των οποίων τη συναναστροφή εκτιμούσε.[6]

Επί βασιλιά Περδίκκα Γ' (365-359 π.Χ.), το μακεδονικό βασίλειο συνέχισε την προσπάθεια για διοικητική αναδιοργάνωση και μείωση της απόστασης που το χώριζε πολιτιστικά από τη Νότια Ελλάδα. Όμως, σε μια εκστρατεία εναντίον μιας ακόμη εισβολής των Ιλλυριών σε μακεδονικό έδαφος, ο Περδίκκας έπεσε στο πεδίο της μάχης, μαζί με 4.000 άνδρες του. Η ιλλυρική εισβολή συνεχίστηκε, οι Παίονες εισέβαλλαν κι αυτοί αποσπώντας εδάφη, λάφυρα και αιχμαλώτους και η χώρα βυθίστηκε στην αναρχία με διαμάχες μεταξύ των μελών της βασιλικής οικογένειας.[7]

Μέσα από αυτή την εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση ξεπρόβαλε η ηγετική φυσιογνωμία του Φιλίππου Β΄ (359-336 π.Χ.) ο οποίος, αφού πρώτα απαλλάχτηκε από τους αντιζήλους του, στράφηκε διαδοχικά εναντίον των εισβολέων Παιόνων και Ιλλυριών και τους κατανίκησε. Σημαντικότατο είναι το οργανωτικό του έργο καθώς πριν τον Φίλιππο η Μακεδονία ήταν μια καθυστερημένη αγροτική χώρα με χαλαρούς πολιτικούς θεσμούς.

Ο Φίλιππος έκανε πιο συγκεντρωτικό το κράτος του και κατάργησε την μέχρι τότε αυτονομία των Ορεστών, Λυγκηστών και Τυμφαίων. Με μεθοδικότητα, έθεσε υπό τον έλεγχό του τη Θεσσαλία και τη Δελφική Αμφικτυονία και στράφηκε εναντίον των Αθηναίων και των συμμάχων τους οι οποίοι ήταν εμπόδιο στα σχέδιά του για κυριαρχία σε ένα ενοποιημένο ελληνικό χώρο.

Μετά τη νίκη του επί του αντιμακεδονικού σχηματισμού στη Χαιρώνεια (338 π.Χ.), ένωσε υπό την ηγεμονία του τις υπόλοιπες ελληνικές πόλεις-κράτη και δημιούργησε μία πανελλήνια συμμαχία (Συνέδριο της Κορίνθου) της οποίας είχε τον έλεγχο.


Μέγας Αλέξανδρος και ελληνιστική εποχή


Ο γιος του Φιλίππου Αλέξανδρος, αποκαλούμενος ως «Μέγας», συνέχισε το έργο του πατέρα του. Ολοκλήρωσε την ενοποίηση των ανεξάρτητων ελληνικών πόλεων-κρατών της εποχής και, λίγα χρόνια αργότερα και μέχρι τον πρώιμο θάνατό του το 323 π.Χ., κατέκτησε την Περσική αυτοκρατορία και μεγάλο μέρος του τότε γνωστού κόσμου.

Το βασίλειο της Μακεδονίας σύντομα έχασε τον έλεγχο των αχανών ασιατικών εκτάσεων, αλλά διατήρησε την κυριαρχία του στην Ελλάδα έως ότου καταλύθηκε από τους Ρωμαίους μετά τους Μακεδονικούς Πολέμους (215 - 148 π.Χ.).


Η κατάλυση από τους Ρωμαίους

Πρώτο ελληνιστικό βασίλειο που καταλύθηκε ήταν το μακεδονικό βασίλειο ή βασίλειο των Αντιγονιδών. Η Ρώμη κήρυξε τον πόλεμο στο μακεδονικό βασίλειο κατά τον Δεύτερο Μακεδονικό Πόλεμο (200-197). Ο λόγος της επιλογής αυτής της χρονικής περίστασης για την έναρξη του πολέμου ήταν ότι τότε οι Ρωμαίοι αποφάσισαν την επέκταση της πολιτικής τους ηγεμονίας, λόγω του ότι το 202 π.Χ. μετά τη μάχη στη Ζάμα, που σηματοδότησε τη λήξη του Δεύτερου Καρχηδονιακού Πολέμου, μπορούσαν πλέον να χρησιμοποιήσουν το στρατό που απασχολούνταν έως τότε εκεί.

Η αφορμή δόθηκε το 203-202 π.Χ., όταν ο Φίλιππος Ε’, βασιλιάς της Μακεδονίας, και ο Αντίοχος Γ’, βασιλιάς του βασιλείου των Σελευκιδών, έκαναν μεταξύ τους συμφωνία για την κατάλυση και τη διαίρεση του πτολεμαϊκού βασιλείου, στο θρόνο του οποίου βρισκόταν ο, επιτροπευόμενος, λόγω του μικρού της ηλικίας του, Πτολεμαίος Στ' Φιλομήτωρ.

Η πολιτική της Ρώμης, όμως, αποσκοπούσε στη διατήρηση της ισορροπίας μεταξύ των ελληνιστικών βασιλείων. Σε εφαρμογή του σχεδίου που είχε συμφωνήσει με τον Αντίοχο Γ’, την άνοιξη του 202 π.Χ. προχώρησε στην Προποντίδα και κατέλαβε τη Θάσο, το 201 π.Χ. το ανατολικό Αιγαίο, εισέβαλε στο βασίλειο της Περγάμου και έφτασε μέχρι την Καρία.

Το φθινόπωρο του 201 π.Χ. απεσταλμένοι της Ρόδου και του Αττάλου του Α’ στη Ρώμη, διαμαρτυρήθηκαν για την πολιτική του Φιλίππου Ε’. Πριν οι Ρωμαίοι λάβουν επίσημα απόφαση, διεμήνυσαν δύο φορές στο Φίλιππο ότι δεν έπρεπε να επιτίθεται στο πτολεμαϊκό κράτος και να αφήσει τις πτολεμαϊκές κτήσεις που είχε καταλάβει, την περιοχή ανατολικά του Νέστου με τις μεγάλες πόλεις, Μαρώνεια, Άβδηρα και Αίνος, κατά τον Γ΄ Συριακό πόλεμο (241-202 π.Χ.)


Ο Φίλιππος και τις δύο φορές απέρριψε το αίτημα των Ρωμαίων που του μετέφερε επιτροπή της Συγκλήτου. Τα μέσα του θέρους 200 π.Χ. ελήφθη απόφαση να μεταβεί στρατός στην Ιλλυρία για τη διεξαγωγή του πολέμου. Το 200 και το 199 π.Χ. δεν έγινε κάποια αποφασιστική επιχείρηση. Τα πράγματα πήραν νέα τροπή από το 198 π.Χ. όταν ο Φλαμινίνος ανέλαβε ως ύπατος την ευθύνη για τη διεξαγωγή του πολέμου.

Ενώ προηγουμένως λάμβαναν χώρα μικρότερες επιχειρήσεις, τώρα έγινε μία μεγάλη μάχη, τον Ιούνιο του 197 π.Χ., στην τοποθεσία Κυνός Κεφαλαί, η οποία και έκρινε την έκβαση του πολέμου. Τη σημασία του Β’ Μακεδονικού Πολέμου και της μάχης αυτής διαπιστώνουμε κυρίως αν λάβουμε υπόψη τους όρους της συνθήκης που ανακοίνωσε ο Φλαμινίνος στο Φίλιππο και που το 196 π.Χ. εστάλη για επικύρωση στη Ρώμη.

Οι όροι της ειρήνης δείχνουν τη σημασία της έκβασης του μακεδονικού πολέμου και την επέκταση της ρωμαϊκής πολιτικής, αφού για πρώτη φορά έχουμε ενεργό ανάμιξη στα ελληνικά πράγματα. Οι όροι της ειρήνης ήταν οι εξής:

Ο Φίλιππος υποχρεωνόταν να εγκαταλείψει όλες τις κτήσεις του στην Ασία και στην Ευρώπη εκτός από τη Μακεδονία, να αποσύρει τις φρουρές που διατηρούσε εκτός των ορίων της Μακεδονίας μέχρι τα Ίσθμια του 196 π.Χ.

Υποχρεούνταν να παραδώσει όλους τους αυτόμολους και τους αιχμαλώτους στη Ρώμη.
Υποχρεωνόταν να παραδώσει στη Ρώμη όλο τον στόλο του εκτός από πέντε ελαφρά πλοία και το βασιλικό πλοίο, μία τριήρη εκκαιδεκήρη.

Έπρεπε να καταβάλει ως πολεμική αποζημίωση στη Ρώμη χίλια τάλαντα και να συνάψει συνθήκη συμμαχίας με τον όρο να εκστρατεύει μαζί με τους Ρωμαίους.

Επίσης ο μικρότερος γιος του, ο Δημήτριος στάλθηκε ως όμηρος στη Ρώμη. Κατά τα Ίσθμια του 196 π.Χ. ο Τίτος Κόιντος Φλαμινίνος διακήρυξε στο στάδιο της Κορίνθου ενώπιον του συγκεντρωμένου πλήθος την αυτονομία και την ελευθερία των ελληνικών πόλεων. Ο ίδιος ήταν ο πρώτος Ρωμαίος στον οποίο αποδόθηκαν λατρευτικές τιμές από τους Έλληνες ως δείγμα ευγνωμοσύνης.

Ο Φλαμινίνος παρέμεινε στην Ελλάδα ως το 194 π.Χ., οπότε ανακλήθηκε στη Ρώμη, όπου επέστρεψε παίρνοντας μαζί του πολλά έργα τέχνης με τα οποία κόσμησε τον θρίαμβό του. Ο Δεύτερος Μακεδονικός Πόλεμος, λοιπόν, αποτελεί σημαντική τομή, καθώς είναι η πρώτη φορά που οι Ρωμαίοι παρεμβαίνουν ρυθμιστικά στα ελληνικά πράγματα.

Ο Φίλιππος Ε' ήταν ο πιο διάσημος από τους Αντιγονίδες και είχε ως πρότυπό του τον Φίλιππο Β’. Ήταν ο μόνος από τους Αντιγονίδες που επεκτάθηκε ανατολικά του Νέστου, το 202 π.Χ. και το 187 π.Χ. Αν και ηττήθηκε από τη Ρώμη, δεν ησύχασε και δεσμευόταν από ανασυγκρότησε το κράτος του και το 187 π.Χ. κατέλαβε τις ελληνικές πόλεις ανάμεσα στους ποταμούς Νέστο και Έβρο, Μαρώνεια, Άβδηρα και Αίνος.

Όμως, στην ίδια περιοχή ζητούσε να κυριαρχήσει και ο Ευμένης Β’, ανταγωνιστής του Φιλίππου Ε’ και, αργότερα, του Περσέα. Ο Φίλιππος Ε’ διεξήγαγε εκστρατείες εναντίον των θρακικών φύλων κατά τα έτη 184, 183 και 181 π.Χ. Το 179 π.Χ., ενώ βρισκόταν σε εκστρατεία στη Θράκη κατευθυνόμενος από την Αμφίπολη προς τον βορρά πέθανε και τον διαδέχτηκε στο θρόνο του ο Περσέας, ο τελευταίος βασιλιάς του μακεδονικού βασιλείου (179-168).

Με την άνοδό του στο θρόνο, ο Περσέας ζήτησε από τους Ρωμαίους ανανέωση της συμμαχίας μαζί τους και αναγνώρισή του από τη ρωμαϊκή Σύγκλητο. Ο Ευμένης, όμως, τον διέβαλε ότι δήθεν προετοίμαζε πόλεμο, κάτι που δεν προέκυπτε από τη διπλωματική του δραστηριότητα, από την οποία φαίνεται ότι επιζητούσε καλές σχέσεις με όλα τα ελληνιστικά κράτη, βασίλεια και πόλεις. Ένα περιστατικό, ωστόσο, του 172 π.Χ. δημιούργησε στη Ρώμη την άποψη ότι ο Περσέας είναι επικίνδυνος.

Καθώς ο Ευμένης επέστρεφε από ένα ταξίδι του στη Ρώμη, πέρασε από τους Δελφούς όπου σημειώθηκε απόπειρα δολοφονίας του, ηθικός αυτουργός της οποίας θεωρήθηκε ο Περσέας. Σώζεται μέρος της επιγραφής που αναφέρεται με αρνητικό για τον Περσέα περιεχόμενο στο περιστατικό. Η επίσημη ρωμαϊκή άποψη ήταν ότι ο Μακεδόνας βασιλιάς ήταν ο ηθικός αυτουργός ενίσχυσε το αρνητικό κλίμα εις βάρος του και οδήγησε στην απόφαση των αρχών του 171 π.Χ. για πόλεμο εναντίον του.

Το 170 και 169 έλαβαν χώρα ελάσσονος σημασίας επιχειρήσεις στην Ιλλυρία. Η αποφασιστική μάχη δόθηκε στις 22 Ιουνίου 168 π.Χ. στην Πύδνα της Μακεδονίας και έληξε με νίκη του ρωμαϊκού στρατού, που είχε ως αρχηγό τον ύπατο Λεύκιο Αιμίλιο Παύλο. Λόγω της διάλυσης του στρατού του, ο Περσέας πέρασε στην Πέλλα και, στη συνέχεια, στην Αμφίπολη και στη Σαμοθράκη, όπου και παραδόθηκε στους Ρωμαίους.

Ο ίδιος και τα παιδιά του κόσμησαν τον θρίαμβο του νικητή και ο Περσέας πέθανε στη Ρώμη το 165 π.Χ. Το 167 π.Χ. ο Λεύκιος Αιμίλιος Παύλος συγκέντρωσε τους εκπροσώπους των μακεδονικών πόλεων στην Αμφίπολη και τους ανακοίνωσε τις νέες ρυθμίσεις.

Μετά την κατάλυση του μακεδονικού βασιλείου, οι Ρωμαίοι προέβλεπαν το χωρισμό των εδαφών της Μακεδονίας σε τέσσερις διοικητικές περιοχές, που ονομάστηκαν μερίδες. Καθεμία από αυτές τις περιοχές ήταν αυτοδιοίκητη, ενώ δεν επιτρεπόταν επιγαμίες και ανταλλαγές ανάμεσα στους κατοίκους των περιοχών αυτών.

Η πρώτη περιοχή ήταν μεταξύ του Νέστου και του Στρυμώνα με πρωτεύουσα την Αμφίπολη (σε αυτήν υπήχθησαν και οι κτήσεις του Περσέα μεταξύ Νέστου και Έβρου), η δεύτερη τα εδάφη μεταξύ Στρυμώνα και Αξιού, με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη, η τρίτη, γνωστή ως κάτω ή παράλια Μακεδονία, περιλάμβανε την περιοχή μεταξύ Αξιού και Πηνειού με πρωτεύουσα την Πέλλα και η τέταρτη, Άνω Μακεδονία, με πρωτεύουσα την Ηράκλεια Λυγκηστίδα (η σημερινή πόλη Μπίτολα, γνωστή και ως Μοναστήρι) που περιλάμβανε ολόκληρη την ορεινή βορειοδυτική Μακεδονία, την ενδοχώρα της τρίτης μερίδας.

Με βάση τις νέες ρυθμίσεις οι Ρωμαίοι επέτρεψαν τη διατήρηση στρατού για την άμυνα από επιθέσεις, εκτός από την τρίτη μερίδα. Η απαγόρευση της μεταξύ των μερίδων επικοινωνίας ίσως οφείλεται στην αποτροπή της επιβίωσης του βασιλείου. Οι μερίδες διατηρήθηκαν υπό αυτό το καθεστώς από το 167 π.Χ. έως ότου οργανώθηκαν ως επαρχία του ρωμαϊκού κράτους.

Το 150 π.Χ. εμφανίστηκε κάποιος Ανδρίσκος ο οποίος ισχυριζόταν ότι ήταν γιος του Περσέα, αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς ως Φίλιππος και από τη Θράκη ξεκίνησε, ακολουθούμενος από πλήθη στρατιωτών, σχεδιάζοντας να αναβιώσει το βασίλειο της Μακεδονίας. Το 149 π.Χ. εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, ηττήθηκε, όμως, περί το θέρος του 148 π.Χ. και κατέφυγε στη Θράκη, όπου χάνουμε και τα ίχνη του. Το κίνημα αυτό ήταν η τελευταία προσπάθεια αναβίωσης του μακεδονικού βασιλείου.


Παραπομπές

[1] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Β΄, σ. 237
[2] Ιστορία του Ελληνικού Εθνους, τ. Β΄, σ. 238
[3] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Β΄, σ. 239
[4] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Γ1΄, σ. 163-167
[5] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Γ1΄, σ. 167-169
[6] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Γ1΄, σ. 169-170
[7] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Γ1΄, σ. 449-450

Bιβλιογραφία:
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τ. Β΄, Αθήνα 1971.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τ. Γ1΄, Αθήνα 1972



Πηγή
Σχόλια