Δύο σημαντικές στρατιωτικές αναπαραστάσεις αρχαίων ελληνικών αγγειογραφιών και νωπογραφιών




Η αγγειογραφία ναυτικής σύρραξης στο «αγγείο του Αριστόνοθου» στα αριστερά και η νωπογραφία της «Μάχης στο Ποτάμι» στα δεξιά, μαζί με τις σύγχρονες αναπαραστάσεις του Ανχελ Πίντο (image credit: Angel G. Pinto).
Περικλής Δεληγιάννης.
Σε αυτό το άρθρο, θέλω να αναφερθώ σε δύο σημαντικές αναπαραστάσεις αρχαίων ελληνικών ζωγραφικών έργων από έναν από τους προσφιλέστερους μου εικονογράφους στρατιωτικών και ναυτικών θεμάτων, συγκεκριμένα τον Angel G. Pinto (βλ. στο Blogroll: PincelHistoria).

Τα μάλλον πρωτότυπα θέματα που επέλεξε για δύο από τις πρόσφατες καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις του προκάλεσαν το ενδιαφέρον μου, ήτοι η «Μάχη στο Ποτάμι» – μία μυκηναϊκή τοιχογραφία του 13ου αιώνα από το ανάκτορο της Πύλου – και η αγγειογραφία ναυτικής σύρραξης στο «αγγείο του Αριστόνοθου» (περίπου 700-650 π.Χ.) της Πρώιμης Αρχαϊκής Εποχής.

Θα ξεκινήσω με το αρχαιότερο έργο, τη «Μάχη στο Ποτάμι» όπως αποκλήθηκε από τους αρχαιολόγους. Αυτή η νωπογραφία βρέθηκε στο μυκηναϊκό ανάκτορο της Πύλου, το κράτος της οποίας ήταν ένα από τα ισχυρότερα της Μυκηναϊκής «Κοινοπολιτείας» και ενδεχομένως το καλύτερα οργανωμένο. Η Πύλος ήταν ένα αντίβαρο ισχύος στην Πελοπόννησο για το Κράτος των Μυκηνών αν και φαίνεται ότι συχνά, αν όχι συνήθως, ήταν σύμμαχος του.




Η νωπογραφία απεικονίζει μία ομάδα Πύλιου ελαφρού πεζικού να αντιμετωπίζει μία πολεμική ομάδα της ενδοχώρας, πιθανώς Αρκάδες. Οι Πύλιοι μάχιμοι είναι οπλισμένοι με ορειχάλκινα ξίφη ύστερου βραχέου τύπου, και λόγχες και φέρουν τα χαρακτηριστικά μυκηναϊκά οδοντόφρακτα κράνη και περικνημίδες από λινό. Φορούν λινό περίζωμα και πάνω από αυτό προστατευτικές δερμάτινες πτέρυγες.
Η μάχη γίνεται μάλλον σε έναν ποταμό-σύνορο ανάμεσα σε δύο επικράτειες, ο οποίος κατά την άποψη μου είναι μάλλον ο Αλφειός, ο ποταμός ο οποίος σε μεγάλο μήκος του όριζε το σύνορο ανάμεσα στο Πύλιο Κράτος και στην φυλετικά οργανωμένη Αρκαδία.




Οι παλαιότερες απεικονίσεις ελαφρών πεζών προέρχονται από τις Μυκήνες του 16ου αι. π.Χ. Το ελαφρύ πεζικό απεικονίζεται στα ευρήματα εξίσου συχνά με το βαρύ, δείγμα της μαχητικής αξίας του. Μάλιστα τα δύο είδη πεζών απεικονίζονται συνήθως μαζί, δείγμα ότι επιχειρούσαν παράλληλα, μάλλον υποστηρίζοντας άλληλα.
Η ευελιξία και η παράλληλη ικανότητα τους να μάχονται αγχέμαχα (σε αντίθεση με τους ακροβολιστές) τους επέτρεπε να επιχειρούν σε ημιορεινά και ορεινά εδάφη, από τα οποία κυρίως συγκροτείται γεωφυσικά ο ελληνικός χώρος. Οι αναπαραστάσεις τους γενικά φανερώνουν ότι έφεραν πάντοτε ξίφος ως κύριο όπλο.
Ενίοτε έφεραν και λόγχη, όπως εκείνος στη νωπογραφία της «Μάχης στο ποτάμι». Το κράνος ήταν η μόνη αμυντική προστασία των ελαφρών πεζών, ενώ σε αρκετές απεικονίσεις δεν φέρουν ούτε αυτό. Δεν απεικονίζονται ποτέ με ασπίδα ή θωράκιση (εκτός από κνημίδες κατά τον 13ο αι.), προφανώς επειδή έπρεπε να είναι ταχύτατοι και ευέλικτοι όταν επιχειρούσαν.
Πάντως η συχνή εμφάνιση τους με την «ακριβή» οδοντόφρακτη περικεφαλαία και η γενναιότητα που τους αποδίδεται στις αναπαραστάσεις (σε σφραγίδες, νωπογραφίες κ.α.), δείχνει την υψηλή κοινωνική θέση τους και την εκτίμηση που έχαιραν στο στράτευμα.


~~~{}~~~




Το «αγγείο του Αριστόνοθου» (περί το 700-650 πΧ)


Το «αγγείο του Αριστόνοθου» (περί το 700-650 πΧ) κατασκευάσθηκε στη Μεγάλη Ελλάδα και ανακαλύφθηκε στην Καίρη της Ετρουρίας (Καίσρα στα ετρουσκικά). Ηταν μάλλον προϊόν εμπορίου ανάμεσα σε Ελληνες ναυτικούς εμπόρους και Καιρετανούς πελάτες. Η αγγειογραφία της ναυμαχίας μας δίνει μία πολύ καλή αναπαράσταση των πλοίων που χρησιμοποιούσαν οι Ελληνες και οι Ετρούσκοι θαλασσομάχοι (σχεδόν όμοια), όπως και τον τρόπο πολέμου στη θάλασσα κατά την Πρώιμη Αρχαϊκή περίοδο.
Το πλοίο στα αριστερά είναι μάλλον μία πεντηκόντορος ενώ το άλλο σκάφος φαίνεται να είναι εμπορικό που δέχεται την επίθεση του πρώτου και υπερασπίζεται από βαριά οπλισμένους πεζοναύτες λόγω της απειλής της πειρατείας.
Οι μάχιμοι του αριστερού πλοίου είναι είτε πρώιμοι οπλίτες είτε «πρόγονοι» των οπλιτών (εξαρτάται από την εθνικότητα τους). Φέρουν περικεφαλαίες του πρώιμου κορινθιακού, του ιλλυρικού και του νησιωτικού τύπου, κωδωνόσχημους θώρακες και βαριές αργολικές ασπίδες, και καλύπτονται από τα βλήματα που δέχονται από τους υπερασπιστές του εμπορικού σκάφους. Είναι οπλισμένοι με λόγχες.




Μπορούμε να υποθέσουμε ότι η σύρραξη λαμβάνει χώρα στο Τυρρηνικό Πέλαγος που εκτείνεται ανάμεσα στις Ιταλία, Κορσική, Σαρδηνία και Σικελία. Αυτή η θάλασσα η οποία έλαβε το όνομα των Τυρρηνών (Ετρούσκων), κατά την Πρώιμη Αρχαϊκή (7ος αιώνας π.Χ.) ήταν ένα πεδίο εντατικού εμπορίου αλλά και συχνών και ενίοτε σκληρών θαλάσσιων συρράξεων και ναυμαχιών όπως και ενδημικής πειρατείας ανάμεσα σε Έλληνες, Ετρούσκους και Φοίνικες (συμπεριλαμβανομένων των Καρχηδονίων). Για την ακρίβεια, η εθνική προέλευση δεν έπαιζε αποφασιστικό ρόλο για τα εμπορικά ή τα πολεμικά πλοία μίας πόλης-κράτους τα οποία ήταν εν δυνάμει και πειρατικά σκάφη.

Κυρίως οι Ελληνες και οι Ετρούσκοι συνήθιζαν να συγκρούονται στη συγκεκριμένη θάλασσα, εκτός αν ήθελαν να εμπορευτούν μεταξύ τους, αλλά δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο ένα ελληνικό σκάφος να επιτίθεται σε ένα πλοίο άλλης ελληνικής πόλης-κράτους, ή ένα ετρουσκικό σκάφος να επιτίθεται σε ένα πλοίο άλλης ετρουσκικής πόλης-κράτους.




Οποιοσδήποτε εμποροπλοίαρχος ή όποιος κυβερνήτης πολεμικού σκάφους ήταν συνήθως ταυτόχρονα και κουρσάρος ή πειρατής χωρίς περιστροφές ….αν το σκάφος το οποίο το δικό του πλοίο είχε συναντήσει, ήταν ανεπαρκώς προστατευμένο.
Αν τα πλοία τα οποία συναντώντο ήταν περίπου ισοδύναμα (κατασκευή και ταχύτητα σκάφους, πολεμικός εξοπλισμός, αριθμός μαχίμων κ.α.), τότε συνήθως απέφευγαν την αναμέτρηση ακόμη και αν προέρχονταν από διαφορετικά έθνη και πιθανώς άρχιζαν το εμπόριο. Μόλις από τα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. λόγω της ετρουσκικής παρακμής και του περιορισμού της καρχηδονιακής σφαίρας στα δυτικά της Σαρδηνίας, το Τυρρηνικό Πέλαγος κατέστη μία ασφαλέστερη θάλασσα για πλου και εμπόριο, αλλά και τότε η πειρατεία δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο.

Ωστόσο οι Ελληνες δεν ήταν οι τελικοί νικητές του ανταγωνισμού στην Τυρρηνική Θάλασσα: η καρχηδονιακή παρουσία στα νερά της Σαρδηνίας, της Κορσικής και της βορειοδυτικής Σικελίας ήταν μόνιμη, όπως και η ετρουσκική παρουσία στις ακτές της Ετρουριας και της Λιγυρίας. Σύντομα όμως ένας νέος γεωπολιτικός παίκτης εμφανίσθηκε στην περιοχή: η Ρώμη.


Περικλής Δεληγιάννης




Σχόλια