Οταν οι δημοσιογράφοι κατέβασαν τα μολύβια...




Πριν από 43 χρόνια, σαν σήμερα, οι δημοσιογράφοι αποφάσιζαν να «κατεβάσουν τα ρολά» στην ενημέρωση. Προχωρούσαν στην πιο δυναμική απεργία διαρκείας διεκδικώντας όχι...
μόνο αυξήσεις και συλλογικές συμβάσεις, αλλά και καλύτερες συνθήκες εργασίας και αλλαγές σε θέματα ηθικής και δεοντολογίας.

Ηταν 28 Απριλίου 1975, ημέρα Δευτέρα, όταν οι Αθηναίοι δημοσιογράφοι αποφάσιζαν από τα μεσάνυχτα να προχωρήσουν σε απεργία η οποία εξελίχθηκε στην πιο δυναμική κινητοποίηση του κλάδου όλων των εποχών.

Σε ανακοίνωση με τίτλο «Γιατί απεργούν οι δημοσιογράφοι» (ντοκουμέντο 1) της Απεργιακής Επιτροπής της ΕΣΗΕΑ, υπό την προεδρία τότε του Σπ. Γιαννάτου, σημείωναν ότι διεκδικούν «το αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα κάθε εργαζόμενου, το δικαίωμα της επιβιώσεως. Αυτό το δικαίωμα οι επιχειρηματίες του Τύπου -μια μικροομάδα ανάλγητων εργοδοτών- που ανάμεσά τους υπάρχουν και ηχηρά ονόματα θησαυριστών της 7χρονης Εσωτερική Κατοχής, το αρνούνται σ’ εμάς.

Την ίδια στιγμή, που υποκριτικώτατα κόπτονται για τις διεκδικήσεις των άλλων εργαζομένων...». Τόνιζαν ότι εξαναγκάστηκαν σε αυτό το έσχατο μέσο αφού εξαντλήθηκε «κάθε περιθώριο συνεννοήσεως με τους εργοδότες, οι οποίοι σε δύο διαδοχικές συναντήσεις με τους εκπροσώπους του κλάδου αρνήθηκαν πεισματικά και αδικαιολόγητα να αμείψουν αξιοπρεπώς την εξαντλητική και συχνά επικίνδυνη δημοσιογραφική εργασία. Αποκορύφωμα της αντεργατικής συμπεριφοράς τους είναι η κήρυξη το μεσημέρι της Τρίτης (29/4/1975) ανταπεργίας (λοκ-άουτ), πράγμα που στρέφεται εναντίον και του αδελφού κλάδου των τυπογράφων, καθώς και όλων των άλλων εργαζομένων στον Τύπο...».

Οι δημοσιογράφοι, αφού εξηγούσαν ότι τα αιτήματά τους δεν είναι υπερβολικά, αποκάλυπταν με βάση ισολογισμούς τα κέρδη ορισμένων συγκροτημάτων Τύπου ακόμα και κατά τη δικτατορία, τονίζοντας ότι όταν ο λαός έδινε «ολομέτωπη μάχη με τους τυράννους, οι γνωστοί εργοδότες αγωνίζονταν για τα... ταμεία τους». Σημείωναν λοιπόν ότι η «Απογευματινή» των αδελφών Μπότση είχε το 1972 κέρδη 170 εκατ. δραχμές και την επόμενη χρονιά 130 εκατ. δραχμές. Ο Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη («Νέα», «Βήμα», «Ταχυδρόμος» κ.λπ.) τις ίδιες χρονιές είχε κέρδη 124 και 149 εκατ. δραχμές αντίστοιχα, ενώ η «Βραδυνή» των αδελφών Αθανασιάδη είχε 99 και 130 εκατ. δραχμές αντίστοιχα.

Πρόσθεταν ότι το ίδιο χρονικό διάστημα οι ιδιοκτήτες «εμονοπώλησαν την ενημέρωση της Κοινής Γνώμης στη διάρκεια της δικτατορίας, εκμεταλλευόμενοι το κλείσιμο από την χούντα των μισών περίπου εφημερίδων ή εκείνων που αναγκάστηκαν να κλείσουν από σεβασμό προς την ελευθεροτυπία. Επαιρναν κρατικά δάνεια ύψους δεκάδων εκατομμυρίων. Ανέβασαν κατά βούληση το τιμολόγιο των διαφημίσεων κατά 400% εντός της τελευταίας διετίας (...) και την τιμή πωλήσεως των εφημερίδων από το 1969 κατά 233%. Απηλλάγησαν από τον δασμό στο δημοσιογραφικό χαρτί. Απέκτησαν κτιριακά συγκροτήματα και τυπογραφικές εγκαταστάσεις αξίας εκατοντάδων εκατομμυρίων».



Οι δημοσιογράφοι κατέληγαν σημειώνοντας ότι οι αποδοχές τους παρέμεναν καθηλωμένες σε «απαράδεκτα χαμηλά επίπεδα και οι συνθήκες εργασίας καθώς και η ηυξημένη νοσηρότης και θνησιμότης τοποθετούν το δημοσιογραφικό επαγγελμα ανάμεσα στα πιο ανθρωποκτόνα...» Σε ειδική σημείωση ανέφεραν: «Στις εφημερίδες που συνεχίζουν κανονικά την έκδοσή τους δέχτηκαν τα αιτήματα της Ενώσεως Συντακτών και κατόπιν τούτου διεκόπη σ’ αυτές η απεργία».

Τελικά όμως για 15 ημέρες δεν θα εκδοθεί καμία εφημερίδα παρά μόνο η «Αδέσμευτη Γνώμη», που κυκλοφόρησε στις 13/5/1975 με τίτλο «ΣΥΝΔΙΑΛΛΑΓΗ Κυβερνήσεως - Αντιπολιτεύσεως». Ενα και μοναδικό φύλλο θα εκδοθεί καθώς αυτό και μόνο, όπως δήλωνε ο διευθυντής της Κώστας Νίτσος σε απόσπασμα που μετέδωσε «Η μηχανή του χρόνου», ανάγκασε «το επιχειρηματικό εκδοτικό κατεστημένο να υποκύψει αυθημερόν και να δεχθεί τα αιτήματα αρκεί να μη συνεχιστεί η έκδοση της “Αδέσμευτης Γνώμης”». Ο Κώστας Νίτσος θεωρούσε πάντοτε την ανάθεση της διεύθυνσης της «Αδέσμευτης Γνώμης» από το σώμα των δημοσιογράφων ως τη μεγαλύτερη τιμή στη μακρόχρονη σταδιοδρομία του.

Η εφημερίδα εκδόθηκε από την ΕΣΗΕΑ, την Ενωση Τυπογράφων και τους εφημεριδοπώλες της Αθήνας. Αρχισυντάκτης ήταν ο Αλέκος Φιλιππόπουλος, υπεύθυνοι των τμημάτων ρεπορτάζ οι Σεραφείμ Φυντανίδης, Λυκούργος Κομίνης και Τόλης Γαρουφαλής με συντάκτες και τυπογράφους όλους όσοι εργάζονταν τότε σε εφημερίδες και περιοδικά. Ξεπούλησε καθώς ο κόσμος δίψαγε για ενημέρωση και οι εργοδότες στριμώχτηκαν για τα καλά αποδεχόμενοι τα αιτήματα των δημοσιογράφων. Τις ιστορικές στιγμές της απεργίας διαρκείας των δημοσιογράφων έχει καταγράψει με την κάμερά του ο βραβευμένος σκηνοθέτης Ντίνος Καβουκίδης.




Η Απεργιακή Επιτροπή με άλλη ανακοίνωση (ντοκουμέντο 2) και τίτλο «Οι δημοσιογράφοι και οι μεγιστάνες του Τύπου» απαντούσε στα όσα ισχυριζόταν η Ενωση ιδιοκτητών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών, τα οποία χαρακτήριζε «μνημείο ανακριβειών και υποκρισίας». Οπως σημειώνεται, οι ιδιοκτήτες ισχυρίστηκαν ότι πρότειναν αυξήσεις 60% αλλά οι δημοσιογράφοι ζητούσαν αύξηση 75% με την Απεργιακή Επιτροπή να απαντά: «Δεχόμαστε το 50% και διακόπτομε αμέσως την απεργία». Στη συνέχεια τονίζεται ότι οι μισθοί των δημοσιογράφων κυμαίνονται από 5.000 έως 12.000 δραχμές και όχι από 10.000 δραχμές «και υπερβαίνουν τον πρωθυπουργικό μισθό» όπως έλεγαν οι εργοδότες.

Επισήμαιναν μάλιστα ότι τέσσερις ή πέντε δημοσιογράφοι που αμείβονται με «πρωθυπουργικούς» μισθούς «συνδέονται με ειδικές σχέσεις με τους ιδιοκτήτες των εφημερίδων». Πόσο πολύ μοιάζουν κάποιες επισημάνσεις με όσα συνέβαιναν και συμβαίνουν ακόμα και σήμερα σε ορισμένα ΜΜΕ...

Η Απεργιακή Επιτροπή έκανε αναφορές και στις συνθήκες εργασίας σημειώνοντας ότι με βάση τα στοιχεία από τους 666 δημοσιογράφους «πάσχουν: από καρκίνο 21, χρόνιες πνευμονικές παθήσεις 41, χρόνιες καρδιακές παθήσεις 18, έλκος στομάχου 82, σύνολο 182 (24,32%).» Δηλαδή ένας στους τέσσερις δημοσιογράφους «είναι καταδικασμένος από επαχθείς συνθήκες και όρους εργασίας».

Εκείνη η απεργία δεν έμεινε μόνο στην Ιστορία, άλλαξε για τα καλά και όσα συνέβαιναν μέχρι τότε στις εφημερίδες...

Σωτήρης Μανιάτης
Σχόλια