Η ελληνική Μέση Ανατολή: Παλαιστίνη και Συρία




Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος*

Παλαιστίνη

Την ελληνιστική εποχή η Παλαιστίνη υπήρξε μήλον της έριδος για την Πτολεμαϊκή δυναστεία του Βασιλείου της Αιγύπτου και την Σελευκιδική της Συρίας, με την τελευταία να επιτυγχάνει πλήρη έλεγχο μετά το 200 π.Χ. Υπήρξε η αρχή μίας μακράς διαδικασίας αλληλεπίδραση του ελληνισμού με την υπάρχουσα κυρίαρχη πολιτιστική και εθνική ομάδα, τους Ισραηλίτες. Το αρχαιότατο και με τεράστια θρησκευτική παρακαταθήκη ισραηλιτικό έθνος στάθηκε διστακτικό προς τον νέο κατακτητή (ο οποίος ήλθε να διαδεχθεί μία μακρά σειρά Ασσυρίων, Βαβυλωνίων και Περσών δυναστών). Όταν δε φάνηκε η διάθεση των Ελλήνων να διαδώσουν στους υπηκόους τους τη γλώσσα και τις συνήθειες τους, ένα μεγάλο μέρος της ισραηλιτικής κοινωνίας έφριξε, φοβούμενο μήπως υπό τη γοητεία, το κάλλος αλλά και την άνωθεν επιβολή του ελληνικού πολιτισμού, η προπατορική θρησκεία στο Θεό του Ισραήλ ξεθωριάσει. Πάντως ο Αντίοχος Γ’, πρώτος σελευκίδης ηγεμών της χώρας απέδωσε αυτονομία για την Ιερουσαλήμ, προνόμια και φοροαπαλλαγές, ενώ το ισραηλιτικό έθνος αφέθηκε να κυβερνάται με τους πατροπαραδότους νόμους. Οι Ισραηλίτες όμως, αντίθετα με τους περισσότερους υπό ελληνιστική κυριαρχία λαούς, έδειξαν σθεναρή αντίσταση στην αφομοίωση τους και στους ελληνικούς θεσμούς (εκπαιδευτικούς, αθλητικούς κ.α.). Τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης είναι μάρτυρες της απέχθειας προς κάθε τι ελληνικό. Οι φιλελληνικές προσπάθειες του αρχιερέως Ιάσονος να ιδρύσει ελληνικό γυμνάσιο και άλλα μέτρα εξελληνισμού της Ιερουσαλήμ προκάλεσε άγρια αντίδραση. Η επανάσταση των Μακκαβαίων οδήγησε στην ήττα του Αντιόχου Δ’ και την ανεξαρτησία του Ισραήλ.
Παρά ταύτα, η ελληνιστική κυριαρχία άφησε ανεξίτηλα τα σημεία της επί των Ισραηλιτών. Δεν απώλεσαν βέβαια τη θρησκεία τους, ούτε όλοι ασπάστηκαν τις συνήθειες και τον λόγο των κατακτητών. Αλλά όσο και αν θα το ήθελαν οι παραδοσιακοί παράγοντες του Ισραήλ, η κοινωνία δε θα ήταν πλέον η ίδια. Οι ελληνίζοντες ήταν ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού. Η ελληνική γλώσσα έγινε καθομιλουμένη, χιλιάδες δε λέξεις της εμπλούτισαν το εβραϊκό λεξιλόγιο. Η ιστορική γραφίδα αλλά και η αρχαιολογική μελέτη των ταφικών επιγραφών αποδεικνύει ότι τα ελληνικά ονόματα ήταν πολύ δημοφιλή στους Ισραηλίτες. Στην περίοδο μετά την ανεξαρτησία έγιναν προσπάθειες καταστολής της ελληνοπρέπειας, αλλά η αποτελεσματικότητα τους ήταν τουλάχιστον αμφισβητήσιμη. Λίγες δεκαετίες πριν την έλευση του Ιησού Χριστού ο ραβίνος Γαμαλιήλ είχε 500 μαθητές των ελληνικών σπουδών, όσους και τους εβραϊκού νόμου.

Όταν εκδηλώθηκε η χριστιανική διδασκαλία, πολλοί ελληνίζοντες Εβραίοι την ασπάστηκαν. Ελληνώνυμοι ήταν οι απόστολοι Ανδρέας και Φίλιππος, όπως και αρκετοί από τους εβδομήκοντα αποστόλους (τουλάχιστον όπως αναφέρονται στην ορθόδοξη παράδοση). Μετά την Πεντηκοστή δημιουργήθηκαν τριβές μεταξύ Εβραίων και ελληνιζόντων χριστιανών και οι τελευταίοι διαμαρτύρονταν πως παραμελούνταν οι χήρες τους στη διανομή τροφίμων. Ύστερα από παρότρυνση των Αποστόλων, το πλήρωμα της Εκκλησίας της Ιερουσαλήμ εξέλεξε από κοινού επτά διακόνους που θα βοηθούσαν στο έργο αλληλεγγύης της κοινότητας. Και οι επτά είχαν ελληνικά ονόματα (Στέφανος, Πρόχωρος, Φίλιππος, Νικάνωρ, Τίμων, Παρμενάς και Νικόλαος). Από αυτούς, ο Στέφανος αναδείχθηκε σε πρωτομάρτυρας της χριστιανικής Εκκλησίας λιθοβολημένος από τον εβραϊκό όχλο, και ο Πρόχωρος υπήρξε ο γραφέας στον οποίο ο απόστολος Ιωάννης υπαγόρευσε την Αποκάλυψη του.

Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο στην ανατολική Παλαιστίνη (ένθεν κακείθεν του ποταμού Ιορδάνη) ιδρύθηκαν ελληνικές πόλεις (Δεκάπολις) με κυριότερες τα Γάδαρα, τη Σκυθόπολη, τη Φιλαδέλφεια (σημερινό Αμμάν, πρωτεύουσα της Ιορδανίας), την Πέλλα, τη Δαμασκό κ.α. Η Δεκάπολις ήταν μια ομοσπονδία υπό τον έπαρχο της Συρίας που διατηρήθηκε ως τον δεύτερο μεταχριστιανικό αιώνα. Τα Γάδαρα ήταν πατρίδα του φιλοσόφου και σατιρικού συγγραφέα Μενίππου.





Συρία

Η Συρία ήταν μία από τις σημαντικότερες χώρες της Ανατολής, έχοντας αφ’ ενός στρατηγική θέση από γεωγραφική άποψη (ούσα «γέφυρα» μεταξύ της Μέσης Ανατολής και της Μικράς Ασίας), αφ’ ετέρου σημαντικό πλούτο. Τους τελευταίους προχριστιανικούς αιώνες κατέστη βασικό κέντρο της σελευκιδικής αυτοκρατορίας. Για να ελέγξουν καλύτερα και με μεγαλύτερη σταθερότητα την πολυεθνική αυτή γη οι Σελευκίδες ίδρυσαν ελληνικές πόλεις, από τις οποίες ξεχωρίζει η Συριακή Τετράπολις. Συγκροτείτο από δύο μεγάλες ηπειρωτικές πόλεις με τα επίνεια τους, την Αντιόχεια του Ορόντη με τη Σελεύκεια και την Απάμεια με τη Λαοδίκεια. Οι πόλεις αυτές αναπτύχθηκαν σε πολύ σημαντικά εμπορικά και πολιτιστικά κέντρα. Ιδίως η Αντιόχεια γνώρισε κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή εποχή ημέρες δόξας. Ήταν μια πραγματική μητρόπολη, πολυάριθμη και με ένα ποικίλο μωσαϊκό εθνοτήτων να την κατοικούν. Έγινε ένα από τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα της Ρωμαϊκής και ύστερα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, και υπήρξε σπουδαίο πρωτοχριστιανικό κέντρο. Εκεί οι πιστοί του Ιησού για πρώτη φορά αποκλήθηκαν χριστιανοί.
Νοτιότερα βρισκόταν η εμπορική πόλη της Παλμύρας, η οποία τον 3ο αιώνα μ.Χ. έγινε κέντρο της ομώνυμης αυτοκρατορίας, με εξαιρετικά ισχυρό ελληνικό στοιχείο.

Η διαδικασία του εξελληνισμού στη Συρία δεν υπήρξε τόσο επιτυχής όσο αλλού. Βέβαια οι ελληνικές πόλεις υπήρξαν κέντρα όπου οι γηγενείς ήρθαν σε επαφή με την ελληνική γλώσσα και τρόπο ζωής, αλλά ο μεγάλος όγκος του πληθυσμού διατήρησε την αραμαϊκή γλώσσα. Ακόμη στη Συρία κατοικούσαν Φοίνικες, Ασσύριοι και αραβικές φυλές. Ο ελλιπής αυτός εξελληνισμός είχε μεγάλη σημασία στη θρησκευτική πορεία της χώρας, η οποία μετά την πρώτη πρωτοχριστιανική εποχή γρήγορα απέκλινε από τον κορμό της ελληνότροπης Εκκλησίας και έγινε πηγή ετεροδόξων κινημάτων για πολλούς αιώνες.


*φοιτητής διεθνών, ευρωπαϊκών και περιφερειακών σπουδών
mnovakopoulos
Σχόλια