«Παρία λίθος»: Tα αρχαία λατομεία της Πάρου

Ανατολικά του οικισμού Μαράθι και λίγα χιλιόμετρα βορειοανατολικά της παροικίας, σώζονται μέχρι και σήμερα τα αρχαία λατομεία της Πάρου. Το λατομείο ξεκίνησε να λειτουργεί από την Πρωτοκυκλαδική εποχή (3.200 π.Χ. – 2.000 π.Χ.) αλλά εξελίχθηκε σε κύρια πηγή πλούτου και ανάπτυξης του νησιού από τον 7ο π. Χ. αιώνα όταν και ξεκίνησε η συστηματική εκμετάλλευση του. Το πασίγνωστο «Παριανό μάρμαρο» ήταν λευκό, καθαρό και σχεδόν διάφανο. Λόγω της διάυγειας και της διαφάνειας του, το φως φτάνει σε βάθος εώς και 7 εκατοστών (στο αντίστοιχο πεντελικό μόλις 1,5 εκατοστών). Η μοναδική του ποιότητα το καθιστούσε περιζήτητο εκείνη την εποχή και αποτελεί το κύριο υλικό κατασκευής σπουδαίων έργων της κλασικής αρχαιότητας όπως η Αφροδίτη της Μήλου, ο ναός του Δία στην Ολυμπία, ο ναός του Απόλλωνα, οι κόρες της Ακρόπολης και πολλά ακόμη. Η λειτουργία τους σταμάτησε περίπου στα μέσα του 7ου μ.Χ. αιώνα και έγινε προσπάθεια επαναλειτουργίας τους από Βελγική εταιρεία το 1879, που όμως χρεοκόπησε στις αρχές του 20ου αιώνα. Η εξόρυξη του μαρμάρου γινόταν με δύο τρόπους. Στα υπαίθρια λατομεία εξαγόταν ο «λευκός λίθος», κατάλληλος για την κατασκευή ναών και κτηρίων. Στις υπόγειες στοές γινόταν η εξαγωγή του λεπτόκοκκου, διάφανου μαρμάρου της αγαλματοποιίας. Λόγω των λυχναριών που χρησιμοποιούσαν για να βλέπουν στις σκοτεινές στοές, το μάρμαρο πήρε την ονομασία «λυχνίτης». Ο υπόγειος χώρος έχει πλάτος 50-120 μέτρα ενώ διαθέτει και γαλαρίες συνολικού μήκους 190 μέτρων και μέσο ύψος τα 3 μέτρα με κατεύθυνση από το Βορρά προς τον Νότο. Οι σταλακτίτες που έχουν σχηματιστεί στην οροφή των υπογείων αποδεικνύουν πως η λειτουργία του λατομείου συνέβαινε κατά την αρχαιότητα. Τα υπολείμματα των εξορύξεων δεν μεταφέρονταν στην επιφάνεια, αλλά αφήνονταν μέσα στις στοές, στα κενά που δημιουργούσε η εξόρυξη με αποτέλεσμα η προσπέλαση στους χώρους λατόμησης να γίνεται μέσω στενών διόδων. Στις στοές διατηρούνται επίσης από την αρχαιότητα οι κολώνες στήριξης της οροφής, τα σκαλοπάτια και οι προστατευτικοί τοίχοι, οι διάδρομοι, και οι επιγραφές παλαιών και νεότερων, Ελλήνων και ξένων επισκεπτών, ενώ κομμάτια ακατέργαστου λευκού μαρμάρου βρίσκονται διάσπαρτα στους χώρους του λατομείου. Η νότια πύλη του λατομείου, οδηγεί σε μία «σπηλιά», με το εντυπωσιακό ανάγλυφο αφιερωμένο στις Νύμφες και τον Πάνα, με παραστάσεις των θεών του Ολύμπου! Η βραχογραφία φέρει στο κάτω μέρος την επιγραφή «ΑΔΑΜΑΣ ΟΔΡΥΣΗΣ ΝΥΜΦΑΙΣ«, που χρονολογείται στα 350-325 π.Χ. Η επιγραφή αυτή πρέπει να σχετίζεται με την αρχαία ονομασία του λατομείου ως «Λατομείο των Νυμφών”. Έξω από τις στοές υπάρχουν τα ερείπια των εγκαταστάσεων της τελευταίας φάσης λειτουργίας των λατομείων. Σήμερα ο χώρος των αρχαίων λατομείων είναι εγκαταλειμμένος, ενώ το λευκό μάρμαρο του λυχνίτη έχει ολοσχερώς εξαντληθεί.




Ανατολικά του οικισμού Μαράθι και λίγα χιλιόμετρα βορειοανατολικά της παροικίας, σώζονται μέχρι και σήμερα τα αρχαία λατομεία της Πάρου. Το λατομείο ξεκίνησε να λειτουργεί από την Πρωτοκυκλαδική εποχή (3.200 π.Χ. – 2.000 π.Χ.) αλλά εξελίχθηκε σε κύρια πηγή πλούτου και ανάπτυξης του νησιού από τον 7ο π. Χ. αιώνα όταν και ξεκίνησε η συστηματική εκμετάλλευση του.

Το πασίγνωστο «Παριανό μάρμαρο» ήταν λευκό, καθαρό και σχεδόν διάφανο. Λόγω της διάυγειας και της διαφάνειας του, το φως φτάνει σε βάθος εώς και 7 εκατοστών (στο αντίστοιχο πεντελικό μόλις 1,5 εκατοστών). Η μοναδική του ποιότητα το καθιστούσε περιζήτητο εκείνη την εποχή και αποτελεί το κύριο υλικό κατασκευής σπουδαίων έργων της κλασικής αρχαιότητας όπως η Αφροδίτη της Μήλου, ο ναός του Δία στην Ολυμπία, ο ναός του Απόλλωνα, οι κόρες της Ακρόπολης και πολλά ακόμη. Η λειτουργία τους σταμάτησε περίπου στα μέσα του 7ου μ.Χ. αιώνα και έγινε προσπάθεια επαναλειτουργίας τους από Βελγική εταιρεία το 1879, που όμως χρεοκόπησε στις αρχές του 20ου αιώνα.
Η εξόρυξη του μαρμάρου γινόταν με δύο τρόπους. Στα υπαίθρια λατομεία εξαγόταν ο «λευκός λίθος», κατάλληλος για την κατασκευή ναών και κτηρίων. Στις υπόγειες στοές γινόταν η εξαγωγή του λεπτόκοκκου, διάφανου μαρμάρου της αγαλματοποιίας. Λόγω των λυχναριών που χρησιμοποιούσαν για να βλέπουν στις σκοτεινές στοές, το μάρμαρο πήρε την ονομασία «λυχνίτης». Ο υπόγειος χώρος έχει πλάτος 50-120 μέτρα ενώ διαθέτει και γαλαρίες συνολικού μήκους 190 μέτρων και μέσο ύψος τα 3 μέτρα με κατεύθυνση από το Βορρά προς τον Νότο.
Οι σταλακτίτες που έχουν σχηματιστεί στην οροφή των υπογείων αποδεικνύουν πως η λειτουργία του λατομείου συνέβαινε κατά την αρχαιότητα. Τα υπολείμματα των εξορύξεων δεν μεταφέρονταν στην επιφάνεια, αλλά αφήνονταν μέσα στις στοές, στα κενά που δημιουργούσε η εξόρυξη με αποτέλεσμα η προσπέλαση στους χώρους λατόμησης να γίνεται μέσω στενών διόδων. Στις στοές διατηρούνται επίσης από την αρχαιότητα οι κολώνες στήριξης της οροφής, τα σκαλοπάτια και οι προστατευτικοί τοίχοι, οι διάδρομοι, και οι επιγραφές παλαιών και νεότερων, Ελλήνων και ξένων επισκεπτών, ενώ κομμάτια ακατέργαστου λευκού μαρμάρου βρίσκονται διάσπαρτα στους χώρους του λατομείου.
Η νότια πύλη του λατομείου, οδηγεί σε μία «σπηλιά», με το εντυπωσιακό ανάγλυφο αφιερωμένο στις Νύμφες και τον Πάνα, με παραστάσεις των θεών του Ολύμπου! Η βραχογραφία φέρει στο κάτω μέρος την επιγραφή «ΑΔΑΜΑΣ ΟΔΡΥΣΗΣ ΝΥΜΦΑΙΣ«, που χρονολογείται στα 350-325 π.Χ. Η επιγραφή αυτή πρέπει να σχετίζεται με την αρχαία ονομασία του λατομείου ως «Λατομείο των Νυμφών”. Έξω από τις στοές υπάρχουν τα ερείπια των εγκαταστάσεων της τελευταίας φάσης λειτουργίας των λατομείων. Σήμερα ο χώρος των αρχαίων λατομείων είναι εγκαταλειμμένος, ενώ το λευκό μάρμαρο του λυχνίτη έχει ολοσχερώς εξαντληθεί.


geonews.gr
Σχόλια