Στην πιο κρίσιμη στιγμή της από το 1974 η Ελλάδα έχει την πιο ακατάλληλη κυβέρνηση – Ανησυχία για την επάρκειά της και εντός της ΝΔ

Στην πιο κρίσιμη στιγμή της από το 1974 η Ελλάδα έχει την πιο ακατάλληλη κυβέρνηση – Ανησυχία για την επάρκειά της και εντός της ΝΔ 20 Ιανουαρίου 2020 Προεκτάσεις Του Γ. Λακόπουλου Στα 45 χρόνια από τη Μεταπολίτευση οι ελληνοτουρκικές σχέσεις έφτασαν τρεις φορές σε κρίση. Οι δύο ήταν το 1976 και το 1987, όταν η Άγκυρα απειλούσε το ελληνικό τμήμα του Αιγαίου με ερευνητικά σκάφη προς αναζήτηση υδρογονανθράκων. Και τις δυο φορές υπήρχαν στο τιμόνι ηγέτες με επάρκεια και ικανότητα χειρισμών. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Ανδρέας Παπανδρέου, κράτησαν ανέπαφα τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας Στην τρίτη κρίση το 1996 στα Ίμια είχε πρωθυπουργό που είχε επιβληθεί από την τότε διαπλοκή. Ο Κ. Σημίτης άνοιξε τον κύκλο των υποχωρήσεων : μετά το ντροπιαστικό «ευχαριστώ στους Αμερικανούς» στα Ίμια συνέχισε με τη Μαδρίτη και το Ελσίνκι. Έτσι συγκεκριμένες περιοχές του Αιγαίου γκριζοποιήθηκαν και η Ελλάδα έδειξε για πρώτη φορά να αναγνωρίζει διαφορές με την Τουρκία, πέραν της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας. Σήμερα βρίσκεται στα πράγματα πάλι μια κυβέρνηση που αναδείχθηκε με τη συνδρομή της νεότερης και χειρότερης διαπλοκής – που δεν θέλει κόκκινες γραμμές στο Αιγαίο: προτιμάει να «τα βρούμε» με τους Τούρκους. Γιατί διευκολύνει τα επιχειρηματικά της συμφέροντα. Μέσα σε έξι μήνες έγινε σαφές ότι η κυβέρνηση δεν έχει επεξεργασμένη πολιτική για να αναχαιτίσει την προκλητικότητα της Τουρκίας, που έχει πλέον σαφή επιδίωξη: τη συνεκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου του Αιγαίου. Είναι μια ιδέα που κυκλοφορεί σαν δεύτερη σκέψη και σε ελληνικούς πολιτικούς κύκλους, αλλά και… εντός της κυβέρνησης. Αυτό όμως συνιστά αλλαγή εθνικής πολιτικής. Στην παγίδα Στην τρέχουσα διαχείριση των ελληνοτουρκικών, η χώρα έχει την πιο αδύναμη εκπροσώπηση που είχε ποτέ σ’ αυτό μέτωπο: αδύναμες πολιτικές ηγεσίες στα υπουργεία Εξωτερικών και Άμυνας και εντελώς άπειρο Πρωθυπουργό. Δεν έχει επαρκές επιτελείο και επιμένει σε προσωπικές κινήσεις, χωρίς προετοιμασία και εθνική συνεννόηση. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει περιπλέξει τα πράγματα. Την πρώτη φορά συνάντησε τον Ερντογάν χωρίς να θίξει το θέμα των παραβιάσεων. Τη δεύτερη πήγε ξυπόλητος στα αγκάθια στο Λονδίνο και διακινδύνευσε μαζί του μια συζήτηση 90 λεπτών χωρίς αποτέλεσμα. Ο ίδιος συνόδευσε την αποτυχία με τη δήλωση ότι απαιτείται «καλή θέληση και από τις δυο πλευρές». Την επομένη ο Ερντογάν επικύρωσε στη Βουλή του την παράνομη συμφωνία που έκανε με την κυβέρνηση της υπό διάλυση Λιβύης. Έκανε δηλαδή αυτό που δεν αντιλήφθηκε εγκαίρως κυβέρνηση: δημιούργησε ένα τετελεσμένο, την ώρα που ο Μητσοτάκης μιλούσε για … καλή θέληση. Η ελληνική κυβέρνηση έπεσε στην παγίδα και ενεπλάκη στον λιβυκό εμφύλιο, υποστηρίζοντας τον αντίπαλο της κυβέρνησης πού αναγνωρίζει στην Τρίπολη ο ΟΗΕ. Κατά παράβαση της πάγιας ελληνικής πολιτικής να συντάσσεται η Ελλάδα με τον Οργανισμό. Η κυβέρνηση δεν εξήγησε γιατί άφησε να πέσει στα νύχια του Ερντογάν η διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Λιβύης και έμπλεξε την Ελλάδα με έναν πολεμοκάπηλο φύλαρχο. Σα να έχει τα ίδια συμφέροντα με τους Γάλλους που κανακεύουν τον Χαφτάρ, μέχρι να τον …απολύσουν. Ο υπουργός Εξωτερικών έφτασε στο σημείο να αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο να στείλει ελληνικά στρατεύματα στη Λιβύη. Δηλαδή να βάζει τη χώρα σε ανταγωνισμό με την Τουρκία σ’ αυτό το επίπεδο, νομιμοποιώντας τις πρακτικές της. Ποιος είναι σε απομόνωση; Αυτή τη στιγμή η Ελλάδα είχε μόνο μια πολιτική επιλογή: να οχυρωθεί πίσω από τις κοινοτικές αποφάσεις και να επιχειρήσει τη διαμόρφωση ενδοκοινοτικού συσχετισμού για λήψη μέτρων κατά της Τουρκίας, ενώ η κυβέρνησή της θα χτίζει παράλληλα εσωτερικό μέτωπο. Αντί γι’ αυτό ο Πρωθυπουργός τροφοδοτεί την εσωτερική πόλωση και …απειλεί την Ευρωπαϊκή Ένωση. Δείχνει άγνοια των κοινοτικών κανόνων: να μιλάει μια χώρα-μέλος για βέτο στα ευρωπαϊκά όργανα, για ένα θέμα που δεν έχουν αρμοδιότητα. Ο Πρωθυπουργός όμως δεν εξήγησε γιατί η Γερμανία τον άφησε έξω από τη διάσκεψη του Βερολίνου, στην οποία κλήθηκε η Τουρκία. Πώς ο Ερντογάν -κατά τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς- βρίσκεται σε απομόνωση, όταν είναι στα τηλέφωνα κάθε μέρα με τον Τραμπ τον Πούτιν και την Μέρκελ και παρών στο Βερολίνο; Οι Αμερικανοί -που τάχα έπεισε ο Μητσοτάκης να στηρίξουν την Ελλάδα- κάθισαν δίπλα του στη διάσκεψη. Άλλωστε ποτέ δεν χαρακτήρισαν «παράνομη» τη συμφωνία με τη Λιβύη. Τη βρίσκουν απλώς «προκλητική» . Και ο πολυπράγμων Πάιτ βρίσκει ότι στο ελληνικό Αιγαίο υπάρχουν περιοχές χωρίς υφαλοκρηπίδα. Χωρίς απαντήσεις Οι εξελίξεις αποκάλυψαν και τις κακές σχέσεις του Μητσοτάκη με την Μέρκελ, ενώ σ’ αυτήν ποντάρει υποτίθεται για τα… πρωτογενή πλεονάσματα στα οποία στήριζε την οικονομική πολιτική του. Η συνομιλία που επιδίωξε ο Πρωθυπουργός μαζί της κατέληξε σε φιάσκο. Πρέπει να σημειωθεί ότι η Γερμανία έφτιαξε τον κατάλογο των προσκλήσεων στο Βερολίνο σε συνεργασία με τον ΟΗΕ και η Καγκελάριος συνέχισε και μετά τη διάσκεψη τον αποκλεισμό της Ελλάδας από την «επιτροπή με εκπροσώπους όσους συμμετείχαν στη διάσκεψη». Δηλαδή και την Τουρκία, αλλά όχι την Ελλάδα. Η οποία ίσως κληθεί σε κάποια από τις… επιτροπές που θα δημιουργηθούν στη Γενεύη. Η αποτυχία προεκτείνεται υπό τις ιαχές των φιλοκυβερνητικών ΜΜΕ για την κυβερνητική «κινητικότητα». Απόδειξη οτι στο Βερόλινο η συμφωνία Τουρκίας- Λιβύης, παρέμεινε ανέπαφη Ο Αμερικάνος φίλος Στο φόντο αυτής της αλλοπρόσαλλης πολιτικής βρίσκεται το ναυάγιο της εξ αναβολής επίσκεψης του στο Λευκό Οίκο που χαρακτηρίσθηκε από τη δημόσια απαξίωση του Πρωθυπουργού από τον Τραμπ. Το φιάσκο συμπληρώθηκε με τη εξωφρενική επικύρωση από τον Μητσοτάκη της δολοφονίας Σουλειμανί. Έτσι έβαλε σε κρίση τις σχέσεις της Ελλάδας με το Ιράν. Παράλληλα προκάλεσε μούδιασμα που προκάλεσε στον αραβικό κόσμο άλλη δήλωσή του. Η εικόνα θολώνει περισσότερο σε συνδυασμό και με τους αμφίβολης αξιοπιστίας παράγοντες της Ομογένειας – τύπου Διαματάρη- με τους οποίους σχετίζεται στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού το Μητσοτακέικο. Είναι απογοητευτική η υποβόσκουσα επιλογή του Πρωθυπουργού να αφήσει την λύση των προβλημάτων της χώρας στο Αιγαίο στον… Τραμπ. Πολιτική που αποδοκίμασε εκτός από την αξιωματική αντιπολίτευση και η Ντόρα Μπακογιάννη, εμμέσως πλην σαφώς. Την είχε αποδοκιμάσει εκ των προτέρων προ καιρού και ο Κ. Καραμανλής. Είναι γνωστό άλλωστε ότι πολλοί στη ΝΔ αμφισβητούν τις δυνατότητες Μητσοτάκη στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής. Από όλα αυτά αναδύεται το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σε μια κυβέρνηση που καλείται να χειριστεί κρίσιμα θέματα εθνικά θέματα: το έλλειμμα εμπιστοσύνης στην κοινωνία. Είναι φανερό ότι οι πολίτες παρότι δείχνουν διάθεση να κάνουν αβαρίες υπέρ της ειρήνης και της σταθερότητας, ανησυχούν για την επάρκεια της σημερινής κυβέρνησης να τα διασφαλίσει.





Του Γ. Λακόπουλου


Στα 45 χρόνια από τη Μεταπολίτευση οι ελληνοτουρκικές σχέσεις έφτασαν τρεις φορές σε κρίση. Οι δύο ήταν το 1976 και το 1987, όταν η Άγκυρα απειλούσε το ελληνικό τμήμα του Αιγαίου με ερευνητικά σκάφη προς αναζήτηση υδρογονανθράκων.

Και τις δυο φορές υπήρχαν στο τιμόνι ηγέτες με επάρκεια και ικανότητα χειρισμών. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Ανδρέας Παπανδρέου, κράτησαν ανέπαφα τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας

Στην τρίτη κρίση το 1996 στα Ίμια είχε πρωθυπουργό που είχε επιβληθεί από την τότε διαπλοκή. Ο Κ. Σημίτης άνοιξε τον κύκλο των υποχωρήσεων : μετά το ντροπιαστικό «ευχαριστώ στους Αμερικανούς» στα Ίμια συνέχισε με τη Μαδρίτη και το Ελσίνκι.

Έτσι συγκεκριμένες περιοχές του Αιγαίου γκριζοποιήθηκαν και η Ελλάδα έδειξε για πρώτη φορά να αναγνωρίζει διαφορές με την Τουρκία, πέραν της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας.

Σήμερα βρίσκεται στα πράγματα πάλι μια κυβέρνηση που αναδείχθηκε με τη συνδρομή της νεότερης και χειρότερης διαπλοκής – που δεν θέλει κόκκινες γραμμές στο Αιγαίο: προτιμάει να «τα βρούμε» με τους Τούρκους. Γιατί διευκολύνει τα επιχειρηματικά της συμφέροντα.

Μέσα σε έξι μήνες έγινε σαφές ότι η κυβέρνηση δεν έχει επεξεργασμένη πολιτική για να αναχαιτίσει την προκλητικότητα της Τουρκίας, που έχει πλέον σαφή επιδίωξη: τη συνεκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου του Αιγαίου.

Είναι μια ιδέα που κυκλοφορεί σαν δεύτερη σκέψη και σε ελληνικούς πολιτικούς κύκλους, αλλά και… εντός της κυβέρνησης. Αυτό όμως συνιστά αλλαγή εθνικής πολιτικής.

Στην παγίδα

Στην τρέχουσα διαχείριση των ελληνοτουρκικών, η χώρα έχει την πιο αδύναμη εκπροσώπηση που είχε ποτέ σ’ αυτό μέτωπο: αδύναμες πολιτικές ηγεσίες στα υπουργεία Εξωτερικών και Άμυνας και εντελώς άπειρο Πρωθυπουργό. Δεν έχει επαρκές επιτελείο και επιμένει σε προσωπικές κινήσεις, χωρίς προετοιμασία και εθνική συνεννόηση.



Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει περιπλέξει τα πράγματα. Την πρώτη φορά συνάντησε τον Ερντογάν χωρίς να θίξει το θέμα των παραβιάσεων. Τη δεύτερη πήγε ξυπόλητος στα αγκάθια στο Λονδίνο και διακινδύνευσε μαζί του μια συζήτηση 90 λεπτών χωρίς αποτέλεσμα.



Ο ίδιος συνόδευσε την αποτυχία με τη δήλωση ότι απαιτείται «καλή θέληση και από τις δυο πλευρές».

Την επομένη ο Ερντογάν επικύρωσε στη Βουλή του την παράνομη συμφωνία που έκανε με την κυβέρνηση της υπό διάλυση Λιβύης.

Έκανε δηλαδή αυτό που δεν αντιλήφθηκε εγκαίρως κυβέρνηση: δημιούργησε ένα τετελεσμένο, την ώρα που ο Μητσοτάκης μιλούσε για … καλή θέληση.

Η ελληνική κυβέρνηση έπεσε στην παγίδα και ενεπλάκη στον λιβυκό εμφύλιο, υποστηρίζοντας τον αντίπαλο της κυβέρνησης πού αναγνωρίζει στην Τρίπολη ο ΟΗΕ. Κατά παράβαση της πάγιας ελληνικής πολιτικής να συντάσσεται η Ελλάδα με τον Οργανισμό.

Η κυβέρνηση δεν εξήγησε γιατί άφησε να πέσει στα νύχια του Ερντογάν η διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Λιβύης και έμπλεξε την Ελλάδα με έναν πολεμοκάπηλο φύλαρχο. Σα να έχει τα ίδια συμφέροντα με τους Γάλλους που κανακεύουν τον Χαφτάρ, μέχρι να τον …απολύσουν.



Ο υπουργός Εξωτερικών έφτασε στο σημείο να αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο να στείλει ελληνικά στρατεύματα στη Λιβύη. Δηλαδή να βάζει τη χώρα σε ανταγωνισμό με την Τουρκία σ’ αυτό το επίπεδο, νομιμοποιώντας τις πρακτικές της.

Ποιος είναι σε απομόνωση;

Αυτή τη στιγμή η Ελλάδα είχε μόνο μια πολιτική επιλογή: να οχυρωθεί πίσω από τις κοινοτικές αποφάσεις και να επιχειρήσει τη διαμόρφωση ενδοκοινοτικού συσχετισμού για λήψη μέτρων κατά της Τουρκίας, ενώ η κυβέρνησή της θα χτίζει παράλληλα εσωτερικό μέτωπο.

Αντί γι’ αυτό ο Πρωθυπουργός τροφοδοτεί την εσωτερική πόλωση και …απειλεί την Ευρωπαϊκή Ένωση. Δείχνει άγνοια των κοινοτικών κανόνων: να μιλάει μια χώρα-μέλος για βέτο στα ευρωπαϊκά όργανα, για ένα θέμα που δεν έχουν αρμοδιότητα.

Ο Πρωθυπουργός όμως δεν εξήγησε γιατί η Γερμανία τον άφησε έξω από τη διάσκεψη του Βερολίνου, στην οποία κλήθηκε η Τουρκία.

Πώς ο Ερντογάν -κατά τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς- βρίσκεται σε απομόνωση, όταν είναι στα τηλέφωνα κάθε μέρα με τον Τραμπ τον Πούτιν και την Μέρκελ και παρών στο Βερολίνο;

Οι Αμερικανοί -που τάχα έπεισε ο Μητσοτάκης να στηρίξουν την Ελλάδα- κάθισαν δίπλα του στη διάσκεψη. Άλλωστε ποτέ δεν χαρακτήρισαν «παράνομη» τη συμφωνία με τη Λιβύη. Τη βρίσκουν απλώς «προκλητική» . Και ο πολυπράγμων Πάιτ βρίσκει ότι στο ελληνικό Αιγαίο υπάρχουν περιοχές χωρίς υφαλοκρηπίδα.

Χωρίς απαντήσεις

Οι εξελίξεις αποκάλυψαν και τις κακές σχέσεις του Μητσοτάκη με την Μέρκελ, ενώ σ’ αυτήν ποντάρει υποτίθεται για τα… πρωτογενή πλεονάσματα στα οποία στήριζε την οικονομική πολιτική του. Η συνομιλία που επιδίωξε ο Πρωθυπουργός μαζί της κατέληξε σε φιάσκο.



Πρέπει να σημειωθεί ότι η Γερμανία έφτιαξε τον κατάλογο των προσκλήσεων στο Βερολίνο σε συνεργασία με τον ΟΗΕ και η Καγκελάριος συνέχισε και μετά τη διάσκεψη τον αποκλεισμό της Ελλάδας από την «επιτροπή με εκπροσώπους όσους συμμετείχαν στη διάσκεψη».

Δηλαδή και την Τουρκία, αλλά όχι την Ελλάδα. Η οποία ίσως κληθεί σε κάποια από τις… επιτροπές που θα δημιουργηθούν στη Γενεύη. Η αποτυχία προεκτείνεται υπό τις ιαχές των φιλοκυβερνητικών ΜΜΕ για την κυβερνητική «κινητικότητα». Απόδειξη οτι στο Βερόλινο η συμφωνία Τουρκίας- Λιβύης, παρέμεινε ανέπαφη

Ο Αμερικάνος φίλος

Στο φόντο αυτής της αλλοπρόσαλλης πολιτικής βρίσκεται το ναυάγιο της εξ αναβολής επίσκεψης του στο Λευκό Οίκο που χαρακτηρίσθηκε από τη δημόσια απαξίωση του Πρωθυπουργού από τον Τραμπ.

Το φιάσκο συμπληρώθηκε με τη εξωφρενική επικύρωση από τον Μητσοτάκη της δολοφονίας Σουλειμανί. Έτσι έβαλε σε κρίση τις σχέσεις της Ελλάδας με το Ιράν. Παράλληλα προκάλεσε μούδιασμα που προκάλεσε στον αραβικό κόσμο άλλη δήλωσή του.



Η εικόνα θολώνει περισσότερο σε συνδυασμό και με τους αμφίβολης αξιοπιστίας παράγοντες της Ομογένειας – τύπου Διαματάρη- με τους οποίους σχετίζεται στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού το Μητσοτακέικο.

Είναι απογοητευτική η υποβόσκουσα επιλογή του Πρωθυπουργού να αφήσει την λύση των προβλημάτων της χώρας στο Αιγαίο στον… Τραμπ. Πολιτική που αποδοκίμασε εκτός από την αξιωματική αντιπολίτευση και η Ντόρα Μπακογιάννη, εμμέσως πλην σαφώς.

Την είχε αποδοκιμάσει εκ των προτέρων προ καιρού και ο Κ. Καραμανλής. Είναι γνωστό άλλωστε ότι πολλοί στη ΝΔ αμφισβητούν τις δυνατότητες Μητσοτάκη στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής.

Από όλα αυτά αναδύεται το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σε μια κυβέρνηση που καλείται να χειριστεί κρίσιμα θέματα εθνικά θέματα: το έλλειμμα εμπιστοσύνης στην κοινωνία.

Είναι φανερό ότι οι πολίτες παρότι δείχνουν διάθεση να κάνουν αβαρίες υπέρ της ειρήνης και της σταθερότητας, ανησυχούν για την επάρκεια της σημερινής κυβέρνησης να τα διασφαλίσει.


Σχόλια