ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΟΥ GREENWASHING ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ

Τα τελευταία χρόνια, διαπιστώνεται έντονη μεταστροφή των κρατών να «πρασινίσουν» κύριους τομείς της εθνικής τους οικονομίας. Οι λόγοι της μεταστροφής



Τα τελευταία χρόνια, διαπιστώνεται έντονη μεταστροφή των κρατών να «πρασινίσουν» κύριους τομείς της εθνικής τους οικονομίας. Οι λόγοι της μεταστροφής αυτής είναι τρεις: αφενός η συνειδητοποίηση από την πλευρά των εθνικών αρχών ότι τα αποθέματα των φυσικών πόρων δεν είναι πλέον ανεξάντλητα, επομένως καθίσταται ανάγκη η αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων για την κάλυψη των εθνικών αναγκών. Αφετέρου ότι το πρασίνισμα καίριων τομέων οικονομικής δραστηριότητας όπως ενέργεια, γεωργία, κ.α. συμβάλλει στην παραγωγή προϊόντων, φιλικότερα προς το περιβάλλον, περιορίζοντας συνεπώς τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις των συμβατικών προϊόντων. Κυρίως όμως έχει να κάνει με την υιοθέτηση της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο και την ανάληψη δεσμεύσεων από την πλευρά των ευρωπαϊκών κρατών μελών για επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050.

Η επιλογή του πράσινου χρώματος κάθε άλλο παρά τυχαία είναι. Σύμφωνα με έρευνες σε κράτη της Ευρώπης, της Αμερικής καθώς και σε ισλαμικά κράτη, το πράσινο χρώμα θεωρείται εκείνο που συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με τη ζωή, την φύση, τη νεότητα, την άνοιξη, την ελπίδα, τη ζήλια. Ακριβώς λόγω της σύνδεσής του με την φύση, αποτελεί το χρώμα των περιβαλλοντικών κινημάτων.1

Οι νέες αυτές εξελίξεις αλλά και η απήχηση που είχαν τα πράσινα προϊόντα στις προτιμήσεις των καταναλωτών οδήγησαν τις διοικήσεις μεγάλων επιχειρήσεων να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα και να επιδιώξουν την παραγωγή πράσινων προϊόντων, φιλικότερα προς το περιβάλλον. Έτσι επιδόθηκαν στη δημιουργία και προώθηση πράσινων προϊόντων προσαρμοζόμενες στα νέα δεδομένα.

Ωστόσο, το πρασίνισμα προϊόντων αποδεικνύεται μια δύσκολη και ακριβή υπόθεση για τις επιχειρήσεις. Συνεπώς, για να διατηρήσουν και να ενισχύσουν την θέση τους στην αγορά, δεδομένου ότι η αγορά των πράσινων προϊόντων είναι μια αγορά δισεκατομμυρίων αλλά και να μην δυσαρεστήσουν το καταναλωτικό κοινό, επιδιώκουν να δημιουργούν μια θετική εικόνα για τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά των προϊόντων τους υιοθετώντας διάφορες πρακτικές. Η κυριότερη πρακτική είναι η πράσινη πλύση προϊόντων ή greenwashing.

Το φαινόμενο του greenwashing παρατηρείται σε τομείς όπως τα τρόφιμα (εταιρείες όπως Nestle, Mcdonald’s, Starbucks σύμφωνα με έρευνα συγκαταλέγονται στις πρώτες που επιδίδονται σε πράσινο ξέπλυμα)2, των καλλυντικών (εταιρείες όπως Body Shop, Korres Natural Products, Nivea, Estee Lauder είναι κορυφαία παραδείγματα greenwashing στον τομέα των καλλυντικών)3, της αυτοβιομηχανίας (βλέπε Volkswagen με το αυτοκίνητο καθαρού ντίζελ) και των αεροπορικών εταιρειών (βλέπε Easy Jet που διατείνεται ότι αεροπλάνο της εκπέμπει κατά 22
% λιγότερο διοξείδιο άνθρακα)4, κ.α. Πολλοί υποστηρίζουν πως ο όρος greenwashing πρωτοεμφανίστηκε μετά την έκδοση του βιβλίου Silent Spring της βιολόγου θαλάσσιας ζωής Rachel Carson το 1962. Εμβληματική προσωπικότητα του σύγχρονου περιβαλλοντικού κινήματος, η Carson παρέθεσε τους περιβαλλοντικούς και υγειονομικούς κινδύνους των φυτοφαρμάκων και των ζιζανιοκτόνων και πιο συγκεκριμένα των χλωριωμένων υδρογονανθράκων και των εντομοκτόνων με βάση το φώσφορο, και παρότι δεν επιδίωκε την κατάργηση των φυτοφαρμάκων, προκάλεσε την έντονη αντίδραση χημικών εταιρειών που επωφελούνταν οικονομικά από την παραγωγή και την χρήση φυτοφαρμάκων.5 Η ίδια ανέμενε την αντίδραση, εκείνο όμως που δεν περίμενε ήταν ο προσωπικός της διασυρμός από το λόμπι της χημικής βιομηχανίας και από τους συμμάχους του, που είχε εντός και εκτός κυβέρνησης.6 Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση επιδίωξε την αναθεώρηση της πολιτικής για τα φυτοφάρμακα και η ίδια η Carson κλήθηκε να καταθέσει ενώπιον Επιτροπής του Κογκρέσου μαζί με άλλους μάρτυρες.7 Η ίδια δικαιώθηκε και τα επόμενα χρόνια, ιδρύθηκε ο Οργανισμός Περιβαλλοντικής Προστασίας των ΗΠΑ (U.S. Environmental Protection Agency) και θεσπίστηκαν πολλοί νόμοι για την περιβαλλοντική προστασία και την προστασία της ανθρώπινης υγείας. Μεταξύ αυτών θεσπίστηκε ο νόμος για την απαγόρευση χρήσης του DDT (χλωριούχος ένωση, ισχυρά τοξική που χρησιμοποιήθηκε ως εντομοκτόνο για την καταπολέμηση των κουνουπιών) το 1972 εξαιτίας της εκτεταμένης του χρήσης και της περιβαλλοντικής ζημιάς που επέφερε.8 Το βιβλίο της θεωρείται ότι ενέπνευσε το μοντέρνο περιβαλλοντικό κίνημα και αποτελεί το περιβαλλοντικό κείμενο που ανέτρεψε τα έως τότε δεδομένα που επικρατούσαν στον κόσμο.9

Στην πραγματικότητα, η επινόηση του όρου greenwashing προέκυψε το 1983 όταν ο επιφανής περιβαλλοντολόγος Jay Westerveld είδε ένα σημείωμα σε μπάνιο ξενοδοχείου στα νησιά Φίτζι, όπου οι φιλοξενούμενοι ενθαρρύνονται στην επαναχρησιμοποίηση των πετσετών, καθώς αυτό θα συνέβαλε στη διαφύλαξη του περιβάλλοντος και του οικοσυστήματος των Φίτζι. Την ίδια στιγμή, η ξενοδοχειακή μονάδα επεκτεινόταν και έχτιζε νέα bungalows.10 Το 1986 ο Jay Westerveld, σε ένα δοκίμιο του αναφέρθηκε στην εσφαλμένη πρακτική της ξενοδοχειακής βιομηχανίας που ενθάρρυνε την επαναχρησιμοποίηση πετσετών ως μέρος μιας ευρύτερης περιβαλλοντολογικής πολιτικής, ενώ στην πραγματικότητα συνιστούσε μέτρο εξοικονόμησης λειτουργικού κόστους. Και σε αυτό το δοκίμιο αποτυπώθηκε για πρώτη φορά ο όρος greenwashing.11

Πως ορίζεται ο όρος greenwashing? Σύμφωνα με την ιστοσελίδα Investopedia, ως greenwashing ορίζεται η πρακτική δημιουργίας λανθασμένης εντύπωσης ή η παροχή παραπλανητικών πληροφοριών για το ότι τα προϊόντα μιας εταιρείας είναι περισσότερο φιλοπεριβαλλοντικά ενώ στην πραγματικότητα αυτό δεν ισχύει. Το πράσινο πλύσιμο αποτελεί μια αναιτιολόγητη πρακτική για την εξαπάτηση των καταναλωτών, προκειμένου αυτοί να πειστούν ότι τα προϊόντα μιας εταιρείας είναι όντως φιλικά προς το περιβάλλον. Η έννοια είναι παραπλήσια με την έννοια whitewashing που ερμηνεύεται ως η χρήση παραπλανητικών πληροφοριών για την άμβλυνση μιας κακής συμπεριφοράς. Στη βιβλιογραφία συναντάται και η έννοια green sheen.12

Οι Walker και Wan ορίζουν το greenwashing ως το χάσμα μεταξύ συμβολικών και ουσιαστικών δράσεων εταιρικής κοινωνικής ευθύνης. Οι επιχειρήσεις καταγράφουν αρνητικό πρόσημο στον τομέα της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης, ενώ προβαίνουν σε επικοινωνιακά τεχνάσματα που αποδίδουν θετικά αποτελέσματα για την απόδοσή τους σε αυτό τον τομέα. Σύμφωνα με Guo και άλλους, η έννοια είναι στην ουσία αποτέλεσμα αντικρουόμενων συμπεριφορών. Είναι συνοθύλευμα συμπεριφορών περιβαλλοντικής προστασίας με συμβολικό χαρακτήρα, ενώ στην πραγματικότητα συνιστούν συμπεριφορές χωρίς καμία πρόβλεψη περιβαλλοντικής προστασίας. Αποτυγχάνουν να εκπληρώσουν δεσμεύσεις περιβαλλοντικής προστασίας, να αμβλύνουν εξωτερικές δημόσιες πιέσεις και αβεβαιότητα και να αποφύγουν τη σύγκρουση με εξωτερικούς δρώντες. Οι συγγραφείς επικυρώνουν ότι τέτοιες συμπεριφορές εταιρειών που επιδίδονται σε greenwashing συμβάλλουν στη διατήρηση της νομιμότητας σε εταιρικό επίπεδο. 13

Η Terra Choice, εταιρεία μάρκετινγκ και παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών (θυγατρική της Underwriters Laboratories Standards) ορίζει το greenwashing ως την παραπλάνηση των καταναλωτών σχετικά με τις περιβαλλοντικές πρακτικές μιας επιχείρησης ή τα περιβαλλοντικά οφέλη ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας.14

Άλλοι ερευνητές όπως οι Lyon και Maxwell (2006, 2011) ορίζουν το greenwashing «ως την επιλεκτική μετάδοση θετικών πληροφοριών αναφορικά με την απόδοση μιας εταιρείας σε περιβαλλοντικά ή κοινωνικά ζητήματα χωρίς την μετάδοση όλων των πληροφοριών που αφορούν αυτά τα ζητήματα, προκειμένου να δημιουργηθεί μια υπερβολικά θετική εικόνα της επιχείρησης. Σύμφωνα με τον ορισμό αυτό, οι Mitchell και Ramsey αντιλαμβάνονται το greenwashing ως την απόκρυψη από έναν οργανισμό πληροφόρησης δυνητικά επιζήμιας.»15

Η απόκλιση μεταξύ ισχυρισμών επιχειρήσεων ότι υιοθετούν πράσινες πολιτικές και παράγουν πράσινα προϊόντα και της πραγματικής τους συμπεριφοράς οδήγησε στον ορισμό των Delmas και Burbano (2011) , όπου το greenwashing είναι η συνισταμένη δύο σταθερών συμπεριφορών: της κακής περιβαλλοντικής απόδοσης και της θετικής επικοινωνίας στους καταναλωτές αναφορικά με τις περιβαλλοντικές επιδόσεις μιας επιχείρησης.16 Ενώ οι Bell και Mc Arthur (2014) αναφέρονται σε επιχειρησιακές πρακτικές που εξαπατούν και χειραγωγούν σκόπιμα το καταναλωτικό κοινό, με σκοπό την προώθηση μιας θετικής δημόσιας εικόνας της επιχείρησης.17

Οι παραπάνω ορισμοί αποτυπώνουν ότι το πράσινο πλύσιμο δεν είναι απλώς ένας ισχυρισμός μιας επιχείρησης για τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά ενός προϊόντος της. Αλλά επεκτείνεται στην φιλοσοφία και τις πρακτικές συνολικά της επιχείρησης.

Καθώς ο αριθμός των επιχειρήσεων που επιδίδονται σε πράσινο ξέπλυμα προϊόντων βαίνει αυξανόμενος, μεγαλώνει ο σκεπτικισμός του καταναλωτικού κοινού και των επενδυτών πράσινων προϊόντων για τις πράσινες πρωτοβουλίες των διαφόρων επιχειρήσεων. 18

Οι λόγοι που καταφεύγουν οι επιχειρήσεις στο πράσινο πλύσιμο προϊόντων ποικίλλουν. Ορισμένες επιχειρήσεις χρησιμοποιούν αυτήν την πρακτική, επειδή αισθάνονται την πίεση του να υπερέχουν από τις άλλες. Ο πρόεδρος της εταιρείας Cerrell Associates, Hal Dash, που εδρεύει στο Λος Άντζελες, αναφέρει πως ‘’όταν βλέπετε Αμερικάνικες επιχειρήσεις να έχουν πράσινες διαφημίσεις, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι πολύ συχνά δέχονται επίθεση από την περιβαλλοντική κοινότητα’’. Άλλες επιχειρήσεις εστιάζουν στο greenwashing, επειδή δέχονται κυβερνητικές πιέσεις να διασφαλίσουν ότι τα προϊόντα τους είναι περιβαλλοντικά ασφαλή. Ο Keith Miller, διευθυντής περιβαλλοντικών πρωτοβουλιών και βιωσιμότητας της 3Μ, προτείνει στις εταιρείες (φιλικές προς το περιβάλλον ή μη) έναν τρόπο αποφυγής των κυβερνητικών πιέσεων. Υποστηρίζει λοιπόν, ότι όλοι οι ισχυρισμοί των επιχειρήσεων πρέπει να είναι συγκεκριμένα για προϊόντα και να στηρίζονται σε αδιάσειστα δεδομένα.19

Ο κυριότερος, όμως, λόγος που υφίσταται το «πράσινο ξέπλυμα» επισημάνθηκε από την αντιπρόεδρο του περιοδικού National Geographic, Claudia Malley η οποία υποστήριξε ότι «Οι εταιρείες έχουν αναγνωρίσει τη σημασία που διαδραματίζει το περιβάλλον για τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες σε μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα, είτε πρόκειται για κατασκευές, ανάπτυξη προϊόντων, μάρκετινγκ και επικοινωνίες, είτε για ικανοποίηση των εργαζομένων».20

Οι Delmas και Burbano (2011) προέβησαν σε μια κατηγοριοποίηση των παραγόντων / οδηγών που επηρεάζουν την απόφαση των επιχειρήσεων για εμπλοκή τους σε πρακτικές greenwashing. Οι παράγοντες εντοπίζονται σε 3 επίπεδα: α. σε εξωτερικό επίπεδο, β. σε οργανωτικό επίπεδο και γ. σε εσωτερικό επίπεδο. Στο εξωτερικό επίπεδο, περιλαμβάνονται οι πιέσεις δρώντων εντός (καταναλωτές, επενδυτές και ανταγωνιστές και εκτός αγοράς (ΜΚΟ, Ρυθμιστές). Το υφιστάμενο ρυθμιστικό πλαίσιο είναι κύριος παράγοντας πρακτικών greenwashing, δεδομένου του περιορισμένου ρυθμιστικού πλαισίου στις ΗΠΑ και της αβεβαιότητας στην εφαρμογή των ρυθμίσεων αυτών. Στους εξωτερικούς παράγοντες εντός αγοράς περιλαμβάνονται η ζήτηση από πλευράς καταναλωτών και επενδυτών για πράσινα προϊόντα, πράσινες υπηρεσίες και πράσινες εταιρείες. Σε οργανωτικό επίπεδο παράγοντες όπως η παροχή κινήτρων, η ηθική της ηγεσίας, η αποτελεσματικότητα της ενδοεπιχειρησιακής επικοινωνίας και η επιχειρησιακή αδράνεια. Αυτοί οι παράγοντες ενισχύονται από την χαλαρότητα που επικρατεί στο παρόν ρυθμιστικό πλαίσιο, δεδομένου του μικρού αριθμού κινήτρων προς τις επιχειρήσεις για την εφαρμογή διαδικασιών που θα επιφέρουν μεταβολές στην οργανωτική τους δομή. Σε ατομικό επίπεδο, εντάσσονται το στενό πλαίσιο διαμόρφωσης αποφάσεων, η υπεραισιοδοξία στην στάση των επιχειρήσεων και την συνεχή τάση των επιχειρήσεων να υποτιμούν την κατάσταση.21

Επειδή έχουν καταγραφεί πλείστες περιπτώσεις οργανισμών που υιοθετούν πρακτικές greenwashing και καθώς πληθαίνει ο αριθμός των πράσινων προϊόντων στην αγορά, η καναδική εταιρεία Terra Choice προέβη στην κατάρτιση ενός πλαισίου που τιτλοφορείται ως «Τα επτά αμαρτήματα του greenwashing». Το πλαίσιο αυτό χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση των περιβαλλοντικών ισχυρισμών των εταιρειών και των προϊόντων τους και ως Ουσιαστικά, πρόκειται για μια λίστα με διάφορους τρόπους με τους οποίους οι επιχειρήσεις προωθούν τα προϊόντα τους ως πράσινα. Αυτοί είναι:22

1. Το αμάρτημα του «Κρυμμένου Συμβιβασμού» (ή της κρυφής ανταλλαγής) (Sin of the hidden trade off)

Το αμάρτημα του κρυμμένου συμβιβασμού υποστηρίζει ότι ένα προϊόν είναι «πράσινο» με βάση ένα στενό σύνολο χαρακτηριστικών και αγνοεί άλλα σημαντικά περιβαλλοντικά ζητήματα σχετικά με το προϊόν. Ακόμη και αυτό το προϊόν είναι ανακυκλώσιμο, το περιβαλλοντικό κόστος ως απόρροια ανήθικων εργασιακών συνθηκών, υψηλών εκπομπών και δημιουργίας στερεών αποβλήτων, η υπερεκμετάλλευση πόρων ή η υψηλή κατανάλωση πόρων αποτελούν ζητήματα που δεν αντιμετωπίζονται επειδή αποκρύπτονται κάτω από το χαλί.23

2. Το αμάρτημα του «Ανύπαρκτου Τεκμηρίου» (ή της μη απόδειξης) (Sin of no proof)

Το αμάρτημα του ανύπαρκτου τεκμηρίου υφίσταται, όταν μια επιχείρηση ισχυρίζεται ότι ένα προϊόν της είναι πράσινο χωρίς να παρέχεται αξιόπιστη πιστοποίηση από τρίτους. Αυτό συμβαίνει συχνότερα σε προϊόντα που διατείνονται οι επιχειρήσεις ότι ανακυκλώνονται, χωρίς κάποια απόδειξη γι’ αυτό ή έστω να αποδεικνύεται ότι κατασκευάζεται ένα μικρό ποσοστό του προϊόντος από ανακυκλώσιμο υλικό. Τέτοιοι ανυπόστατοι ισχυρισμοί αποδεικνύονται επιζήμιοι για το περιβάλλον, καθώς αποτελούν παραθυράκια για τις εταιρείες να ξεφεύγουν από τις ρυθμίσεις της περιβαλλοντικής νομοθεσίας.24

3. Το αμάρτημα της «Ασάφειας» (Sin of Vagueness)

Το αμάρτημα της ασάφειας υποστηρίζει ότι το προϊόν είναι φιλικό προς το περιβάλλον, διότι το σύνολο των υλικών του είναι φυσικά, ενώ στην πραγματικότητα υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορεί να θεωρούνται φυσικά, αλλά είναι επιβλαβή για τον άνθρωπο, όπως τα βακτήρια, τα χημικά και καμία επιχείρηση δεν επιθυμεί να καταστούν εμφανή αυτά για το καταναλωτικό κοινό. Οπότε για να είναι δυνατή η προώθηση των δήθεν πράσινων προϊόντων της, τα επικαλύπτει με ταμπέλες που χρησιμοποιούνται γενικόλογοι χαρακτηρισμοί, γεγονός που οδηγεί στην παραπλάνηση των καταναλωτών.25

4. Το αμάρτημα της «Άσχετης Παρέκβασης» (ή της ασχετοσύνης) (Sin of Irrelevance)

Το αμάρτημα της άσχετης παρέκβασης ανακύπτει, όταν οι επιχειρήσεις προωθούν προϊόντα παρέχοντας πληροφορίες γι΄αυτά που ενδεχομένως να είναι έγκυρες, αλλά δεν σχετίζονται με τα εν λόγω προϊόντα ή είναι σκοπίμως παραπλανητικές. Ένα παράδειγμα είναι όταν μια επιχείρηση διατείνεται ότι ένα προϊόν είναι απαλλαγμένο από CFC, και εξ ου το υψηλότερο κόστος για τον καταναλωτή. Δεν αναφέρεται όμως η απαγόρευση των χλωροφθορανθράκων εκ του νόμου και ως εκ τούτου η υποχρέωση των εταιρειών για προϊόντα απαλλαγμένα από CFC.26

5.Το αμάρτημα των «εκ δύο κακών το μη χείρον βέλτιστον» (ή του μικρότερου κακού) (Sin of lesser of two evils)

Αυτό το αμάρτημα ανακύπτει όταν επιχειρήσεις προωθούν πράσινα προϊόντα και οι ισχυρισμοί τους για τα χαρακτηριστικά τους να είναι τεχνικά αληθείς αλλά αποσπούν τον καταναλωτή από τις συνολικές επιπτώσεις αυτής της κατηγορίας προϊόντων στο περιβάλλον. Ένα παράδειγμα είναι ο χώρος της αυτοκινητοβιομηχανίας όπου διαφημίζονται οχήματα που καταναλώνουν περισσότερο πράσινα καύσιμα ή ότι τα καύσιμα έχουν μεγαλύτερη αποδοτικότητα. Η αλήθεια όμως είναι ότι όσο πράσινα και να είναι τα καύσιμα των οχημάτων, και πάλι θα ευθύνονται για τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου. 27

6.Το αμάρτημα του «Ψεύδους» (Sin of Fibbing)

Αυτό συμβαίνει όταν μια επιχείρηση κάνει αναληθείς ισχυρισμούς για το εάν προϊόν της είναι φιλικό προς το περιβάλλον ή όχι. Το πιο τρανταχτό παράδειγμα είναι οι διαφημίσεις οχημάτων με μηδενικές εκπομπές διοξειδίου άνθρακα στην ατμόσφαιρα. Παρά τη γελοιότητα τέτοιων διαφημίσεων, αρκετές εταιρείες καταφέρνουν να τη γλιτώνουν και οι πελάτες τους να εξαπατώνται συνεχώς.28

7. Το αμάρτημα της «Ψεύτικης Ετικέτας» (ή της πλαστής ετικέτας)

Όταν μια επιχείρηση υποστηρίζει ότι ένα προϊόν της έχει εγκριθεί από ένα τρίτο φορέα ενώ στην πραγματικότητα δεν ισχύει, τότε η επιχείρηση αυτή διαπράττει το αμάρτημα της ψεύτικης/πλαστής ετικέτας. Η ετικέτα αυτή επιτυγχάνει τη δήθεν συμμόρφωση της επιχείρησης με την υφιστάμενη περιβαλλοντική νομοθεσία και την παραπλάνηση των καταναλωτών.29

Μορφές greenwashing συνιστούν η πράσινη εξαπάτηση (greenscamming) και το brownwashing. Στο greenscamming, οργανισμοί ή προϊόντα φέρουν περιβαλλοντικά φιλικές ονομασίες αλλά στην ουσία κάθε άλλο παρά περιβαλλοντικά φιλικές είναι. Πρακτικές greenscamming υιοθετούνται από επιχειρήσεις και συνδέσμους στο βιομηχανικό κλάδο που πίσω από οργανισμούς βιτρίνα επιχειρούν να αντικρούσουν επιστημονικά ευρήματα, τα οποία θεωρούν ότι απειλούν το επιχειρησιακό τους μοντέλο. Ένα παράδειγμα συνιστά η άρνηση του φαινομένου της παγκόσμιας υπερθέρμανσης που αποτελεί ανθρώπινο δημιούργημα από εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή ενέργειας από ορυκτά καύσιμα.30 Αντίθετα με το greenwashing, στο brownwashing οι επιχειρήσεις υποβαθμίζουν τα περιβαλλοντικά τους επιτεύγματα, λόγω του υψηλού κόστους που καλούνται οι επιχειρήσεις να καταβάλουν για υλοποίηση πράσινων πρωτοβουλιών.31

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, πρακτικές greenwashing έχουν καταγραφεί σε αρκετούς τομείς της οικονομικής δραστηριότητας όπως τρόφιμα, γεωργία, μόδα κ.α. Τα τελευταία χρόνια, η πλειοψηφία των κρουσμάτων greenwashing παρατηρείται στον τομέα της ενέργειας. Ο κυριότερος λόγος που εντοπίζεται στον ενεργειακό κλάδο είναι ότι η ενέργεια αποτελεί αναπόσπαστο συστατικό της καθημερινότητας των πολιτών, καθώς χωρίς αυτή θα ήταν αδύνατη η εκτέλεση πλείστων ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Αυτό, σε συνδυασμό με το ότι τα αποθέματα των συμβατικών ενεργειακών πόρων δεν είναι ανεξάντλητα και ότι μορφές ενέργειας προερχόμενες από ορυκτά καύσιμα κάθε άλλο παρά φιλικές προς το περιβάλλον είναι, ωθεί τις διάφορες ενεργειακές εταιρείες στην προώθηση των ΑΠΕ και στην παραγωγή πράσινων ενεργειακών προϊόντων, λιγότερο επιζήμιων για το περιβάλλον και για τον άνθρωπο.

Θα πρέπει επίσης να τονιστεί η μεταστροφή των ενεργειακών εταιρειών προς πράσινες μορφές ενέργειας, πράσινα προϊόντα και πράσινες πολιτικές είναι απόρροια της ευρύτερης όδευσης των κρατών μελών της Ε.Ε προς ένα βιωσιμότερο και καθαρότερο πλανήτη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, με το «Green Deal», έχει θέσει περιβαλλοντικούς στόχους έως το 2050, ταξινομώντας επενδύσεις με βάση περιβαλλοντικά κριτήρια, προκρίνοντας ως ανώτατο όριο εκπομπής των 100 g CO2/KWh για παραγωγή ενέργειας, για να χαρακτηριστεί μια επένδυση «πράσινη» και «βιώσιμη». Μάλιστα, τα ορυκτά καύσιμα -άνθρακας, πετρέλαιο, φυσικό αέριο- δεν μπορούν να θεωρηθούν «βιώσιμα», καθώς παράγουν εκπομπές άνω του ορίου, άρα οι επενδύσεις σε αυτά, θα θεωρούνται «μη επιτρεπτές».

Παρ’ όλα αυτά, αρκετές ενεργειακές επιχειρήσεις παρακάμπτουν σκοπίμως τους στόχους του «Green Deal», και της Συνθήκης των Παρισίων και όχι μόνο δε συμμορφώνονται, αλλά, αντιθέτως, βαφτίζουν προϊόντα τους πράσινα.

Ενδεικτικές περιπτώσεις αποτελούν:

Η Exxon Mobil, κορυφαία πετρελαϊκή εταιρεία. Στην εσωτερική αλληλογραφία της εταιρείας, υπάρχει έγγραφο που καταδεικνύει ότι η θυγατρική της εταιρεία Imperial Oil Limited στον Καναδά γνώριζε ότι η καύση των ορυκτών καυσίμων συντελούσε στην αύξηση του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα. Και η Exxon και η Imperial συμμετείχαν σε προγράμματα σχετικά με την κλιματική επιστήμη. Αλλά στα τέλη της δεκαετίας του 1990, οι δυο εταιρείες εξέφρασαν αμφιβολίες για την κλιματική αλλαγή. Η Exxon έγινε ιδρυτικό μέλος του Παγκόσμιου Συνασπισμού για το κλίμα – ένα διεθνές λόμπι που αντιτίθετο στην ανάληψη δράσης για τον περιορισμό εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και αμφισβητούσε την επιστήμη για την παγκόσμια υπερθέρμανση – αλλά αποβλήθηκε το 2002. Το 2017, μια ανάλυση από το Geoffrey Supran, συνεργάτη του Harvard Research που αφορούσε την ανταλλαγή επικοινωνιών κατά την χρονική περίοδο 1977-2014, σκιαγράφησε τις τακτικές greenwashing της εταιρείας. Η δημοσίευση της ανάλυσης αυτής προκάλεσε ισχυρές αντιδράσεις. Ο ίδιος ο Supran κλήθηκε να καταθέσει ενώπιον του Ευρωκοινοβουλίου για την άρνηση της κλιματικής αλλαγής από την Exxon, ενώ η ίδια η Exxon προσπάθησε να τον διασύρει στα μέλη του ευρωκοινοβουλίου.
Η Exxon κατηγορείται για την πρόσφατη τακτική της greenwashing, που είναι η προώθηση επιβολής χαμηλού συντελεστή φορολογίας άνθρακα. Επίσης κατηγορείται για τις δαπάνες εκατομμυρίων σε διαφήμιση τεχνολογίας δέσμευσης άνθρακα που δεν υφίσταται.32 Τέλος, έχει διαθέσει μόνο το 0,2% των κεφαλαίων της για επενδύσεις σε μορφές ενέργειας με χαμηλές εκπομπές άνθρακα κατά το διάστημα 2010-2018 και η δεν έχει σκοπό να περιορίσει την παραγωγή πετρελαίου και αερίου.33

Η πολυεθνική εταιρεία πετρελαίου και αερίου Shell είναι μια ακόμη επιχείρηση που κατηγορείται για πρακτικές greenwashing. Παρά τις δεσμεύσεις της για εξεύρεση νέων πηγών πετρελαίου και αερίου, δεν διαθέτει κανένα σχεδιασμό για τη μείωση της συνολικής της παραγωγής πετρελαίου και αερίου και κατ’ επέκταση μείωση των εκπομπών αερίων από πετρέλαιο, αέριο και άνθρακα έως το 2030. Ακόμη, η Shell αναφέρει την χρήση ενεργειακών προϊόντων με χαμηλότερες εκπομπές αερίων άνθρακα, αλλά για το χρονικό διάστημα 2010 – 2018, η Shell έχει διαθέσει μόνο το 1% των κεφαλαίων της σε επενδύσεις αιολικής και ηλιακής ενέργειας. Επίσης, τα σχέδια της εταιρείας περιλαμβάνουν την επέκταση του κύκλου εργασιών της στο αέριο από ορυκτά καύσιμα κατά 20% τα επόμενα χρόνια. Και επιδιώκει την επέκταση αυτή μέχρι αυτή να καταλαμβάνει πάνω από το 50% της επιχειρηματικής δραστηριότητας της Shell στον ενεργειακό κλάδο έως το 2030.
Στον τομέα του κλίματος, η Shell παρά τις δεσμεύσεις της πληροί μόνο ορισμένα κριτήρια – στόχους σύμφωνα με την Climate Action 100+Net Zero Company Benchmark (ο μεγαλύτερος επενδυτής στον κλιματικό τομέα). Επίσης έχει αξιολογηθεί αρνητικά εξαιτίας της αποτυχίας της να δημοσιεύσει το στόχο της επιχείρησης για εναρμόνιση των επενδύσεων της με τους στόχους της, όπως και την εναρμόνισή της με τους στόχους της Συμφωνίας των Παρισίων για περιορισμό ανόδου της παγκόσμιας θερμοκρασίας.

Τέλος, η Shell αποφεύγει την ανάληψη ευθυνών για την εκπομπή αερίων από τα προϊόντα πετρελαίου και αερίου της υποστηρίζοντας ότι η ίδια φέρει ευθύνη για τις εκπομπές αερίων που προκαλεί μόνο η ίδια και όχι και των πελατών της όπου διαθέτει τα προϊόντα της.34

Η γερμανική ενεργειακή εταιρεία – γίγαντας RWE προβάλλει διαφημίσεις όπου θέτει την εταιρεία στην καρδιά της ενεργειακής μετάβασης και ότι η ίδια δίνει έμφαση στις ΑΠΕ και την αποθήκευση ενέργειας, παρέχοντας καθαρή, αξιόπιστη και προσιτή ενέργεια. Επίσης έχει αναλάβει δεσμεύσεις να είναι ουδέτερη από άνθρακα έως το 2040 και να επεκτείνει τις δραστηριότητες της στους τομείς της ηλιακής και αιολικής ενέργειας. Ωστόσο η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Η RWE εξακολουθεί να είναι ο μεγαλύτερος ρυπαντής στην Ευρώπη σύμφωνα με μελέτη της Greenpeace. Παρά τις ανακοινώσεις της εταιρείας για παραγωγή καθαρής ενέργειας, το 80% ενέργειας που παράγει, εξακολουθεί να προέρχεται από μη ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.35

Μια άλλη ενεργειακή εταιρεία, η Drax που η λειτουργία της βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε βιομάζα έχει καταβάλει σκληρές προσπάθειες για την ενίσχυση των πράσινων πιστοποιητικών της τα τελευταία χρόνια, συμμετέχοντας στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής. Τον περασμένο χρόνο, μια διαφήμιση της εταιρείας προέβαλε τη μεταστροφή της στον τομέα παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενώ ένα άλλο βίντεο περιέγραφε την Drax μεταξύ των παραγωγών ενέργειας με τις χαμηλότερες εκπομπές αερίων άνθρακα, και ότι παρήγαγε ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές κατά 77%. Ωστόσο, οι ισχυρισμοί της Drax για τον φιλικά κλιματικό χαρακτήρα της βιομάζας που πλέον αποτελεί την κύρια πηγή ενέργειας στο εργοστάσιο της χάρη σε γενναιόδωρες κυβερνητικές ενισχύσεις που έχει λάβει, έχει αμφισβητηθεί. Επιπλέον, η τεχνολογία δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα – κύρια παράμετρος της στρατηγικής της Drax για παραγωγή ενέργειας με χαμηλές εκπομπές άνθρακα – παραμένει ασύμφορη οικονομικά, και η χρήση τεχνολογικών μέσων της ίδιας της εταιρείας παραμένει σε πιλοτική φάση. Τέλος, υποστήριξε ότι η βιομάζα θα πρέπει να θεωρείται μορφή ανανεώσιμης ενέργειας διότι τα δάση απ’ όπου προέρχεται η βιομάζα επεκτείνονται και αποθηκεύουν μεγαλύτερη ποσότητα διοξειδίου άνθρακα και αναφέρθηκε στα σχέδια της εταιρείας για την κατασκευή μονάδας βιοενέργειας με δυνατότητα δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα έως το 2027. Κάτι που θα συμβάλει με τη σειρά του στη δημιουργία δεκάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας και τη μόνιμη απομάκρυνση τόνων διοξειδίου άνθρακα από την ατμόσφαιρα σε ετήσια βάση.36

Η υπό τον κρατικό έλεγχο εταιρεία πετρελαίου και αερίου στη Σαουδική Αραβία, η Aramco κατόρθωσε να γίνει η πολυτιμότερη εισηγμένη εταιρεία στην ιστορία της χώρας, όταν εισήχθη στην χρηματαγορά στα τέλη του 2019.

Σε μια διαφήμιση που τιτλοφορείτο «Η στιγμή είναι τώρα», ένας υπάλληλος της εταιρείας μιλάει σε ένα ακροατήριο συναδέλφων ότι η εταιρεία γνωρίζει ότι πλέον περισσότερο από ποτέ επιβάλλεται η συνέχιση της εταιρείας προς ένα βιώσιμο μέλλον. Η Aramco εμμένει ότι καθοδηγείται από τη δέσμευσή της για διαφύλαξη του περιβάλλοντος καθώς η προστασία του πλανήτη μας είναι από τις σημαντικότερες αξίες που τη διέπουν. Παρόλα αυτά, η Aramco είναι η μεγαλύτερη σε πηγή εκπομπών αερίων θερμοκηπίου παγκοσμίως και εκτιμάται ότι ευθύνεται για το 4% όλων των εκπομπών αερίων από το 1965. Τα αποθέματα της σε πετρέλαιο και αέριο υπερβαίνουν εκείνα των Exxon Mobil, Chevron, Shell, BP και Total συνολικά, ενώ η ίδια αρνείται να δημοσιοποιήσει το συνολικό ποσοστό εκπομπών αερίων για το οποίο ευθύνεται. Ο μέτοχος πλειοψηφίας, η κυβέρνηση της Σαουδικής Αραβίας, εδώ και δεκαετίες πρωτοστατεί στις προσπάθειες για την παρεμπόδιση διεθνούς δράσης κατά της κλιματικής αλλαγής.37

Σύμφωνα με το περιοδικό Forbes, οι πωλήσεις ενέργειας της αμερικανικής πολυεθνικής ενεργειακής εταιρείας Chevron ανήλθαν στα 140.1 δις. Το 2019, η Chevron ανακοίνωσε ότι οι εκπομπές αερίων για τις οποίες ευθύνεται ισοδυναμούν με 697 εκατ. Τόνους διοξειδίου άνθρακα. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός όγκος εκπομπών αερίων που προβλέπεται για το χρονικό διάστημα 2018-2030 θα αποτελεί το 1.3% του παγκόσμιου προϋπολογισμού των 1.5C ισοδύναμου άνθρακα. Επί του παρόντος, η Chevron δεν έχει αναλάβει δέσμευση για μηδενικές εκπομπές ή για εναρμόνιση των δραστηριοτήτων της με τους στόχους της Συμφωνίας των Παρισίων που αφορούν την θερμοκρασία. Για την χρονική περίοδο 2010-2018, διέθεσε μόνο το 0.2% των κεφαλαίων της για μακροπρόθεσμες επενδύσεις σε πηγές ενέργειας με χαμηλές εκπομπές άνθρακα όπως αιολική και ηλιακή ενέργεια. Παρά τις υποσχέσεις της για διάθεση 100 εκατομμυρίων δολαρίων σε Future Energy Fund και Oil and Gas Climate Initiative αντίστοιχα, και παρά τις δεσμεύσεις της για επενδύσεις εκατομμυρίων σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών άνθρακα, το 2020 μόνο η Chevron δαπάνησε 13.5 δις. Δολάρια, εκ των οποίων το 81% διατέθηκε στην παραγωγή ορυκτών καυσίμων. Παράλληλα, το 2020 η εταιρεία δαπάνησε 1.5 δις. σε έρευνες κοιτασμάτων, επιδιώκοντας να αυξήσει τα αποθέματα ορυκτών καυσίμων της. Όπως αναφέρει η ετήσια οικονομική έκθεση της για το 2020, κατόρθωσε να ενισχύσει το χαρτοφυλάκιο της στον τομέα ορυκτών καυσίμων. Ταυτόχρονα κατέχει 20% των μετοχών σε εργοστάσιο ασφαλτικής άμμου στην Athabasca του Καναδά. Το καύσιμο που αντλείται από την ασφαλτική άμμο παράγει περισσότερες εκπομπές διοξειδίου άνθρακα κατά 15% από το συμβατικό πετρέλαιο και η όλη διαδικασία είναι εξαιρετικά επιβαρυντική για το περιβάλλον. Τέλος, η Chevron εμπλέκεται σε μεγάλο βαθμό στο αμφιλεγόμενο fracking το οποίο συνδέεται με μια σειρά περιβαλλοντικών βλαβών και κινδύνων για τις κοινότητες μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται σκάνδαλα για μολυσμένα ύδατα, ατμοσφαιρική ρύπανση και σεισμούς.38

Η General Electric συνιστά ένα ακόμη παράδειγμα greenwashing. Η καμπάνια της εταιρείας που τιτλοφορείτο Ecomimagination προέβαλε το έργο της στον περιβαλλοντικό τομέα, ενώ την ίδια στιγμή ασκούσε πιέσεις αντιτιθέμενη στους νέους κανονισμούς του Αμερικανικού Οργανισμού Προστασίας Περιβάλλοντος για καθαρό αέρα.39

Ο πετρελαϊκός κολοσσός BP άσκησε ισχυρές πιέσεις για να χειραγωγήσει τις προσπάθειες της Ε.Ε. για την αντιµετώπιση της κλιµατικής αλλαγής, προωθώντας ως βέλτιστη λύση την υιοθέτηση του µηχανισµού εµπορίας των ρύπων. Με τη συµπαράσταση της βρετανικής κυβέρνησης, είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στη συγκρότηση του Ευρωπαϊκού Μηχανισµού Εµπορίας Ρύπων (ETS) και στη µετατροπή σε βασικό παράγοντα της ευρωπαϊκής πολιτικής για την ανάσχεση της κλιµατικής αλλαγής. Μετά την υιοθέτηση του συστήµατος εµπορίας εκποµπών ρύπων, η BP πιέζει για να εξασφαλιστούν δωρεάν άδειες για τα διυλιστήρια. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2007 ο τότε πρόεδρος της ΒΡ Peter Sutherland διορίστηκε σύµβουλος για την Ενέργεια και την Αλλαγή του Κλίµατος του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Μανουέλ Μπαρόζο.40

Vettenfall: Η σουηδική εταιρεία ενέργειας είναι µια από τις τέσσερις µεγαλύτερες στην Ευρώπη, εκπέµπει περισσότερους από 83 εκατοµµύρια τόνους διοξειδίου του άνθρακα (µε στοιχεία του 2008) και έχει κατηγορηθεί για πρακτικές «πράσινου ξεπλύµατος» (greenwash). Στο παρελθόν είχε χρησιµοποιήσει εντυπωσιακές επικοινωνιακές πρακτικές για να προωθήσει το λεγόµενο «Μανιφέστο για το Κλίµα», σχέδιο που είχε χαρακτηριστεί ως προσπάθεια «πράσινου ξεπλύµατος» του προφίλ της εταιρείας, που είναι από τους µεγαλύτερους παίκτες στο λόµπι του άνθρακα. Είναι µέλος σε πολλούς διεθνείς οργανισµούς που έχουν συσταθεί από επιχειρήσεις µε στόχο να πολεµηθεί η στρατηγική του ΟΗΕ για την κλιµατική αλλαγή και να µην υιοθετηθούν δεσµευτικοί οι κανόνες για τη µείωση των εκποµπών διοξειδίου του άνθρακα.41. Μάλιστα το 2009, ανακηρύχθηκε ως νικήτρια των Βραβείων για το πράσινο ξέπλυμα (Climate Greenwash Awards).42

Δημοσίευμα στην ιστοσελίδα energypress σήμερα αναφέρει ότι η βρετανική κυβέρνηση ξεκίνησε έρευνα σχετικά με το πως οι προμηθευτές ηλεκτρικού ρεύματος προωθούν εμπορικά τις συμφωνίες που σχετίζονται με την πράσινη ενέργεια. Όπως αναφέρει η FT, σχεδόν 9 εκατ. νοικοκυριά της χώρας έχουν υπογράψει συμβόλαια που χαρακτηρίζονται ως πράσινα ή ως «100% ΑΠΕ», καθώς οι προμηθευτές επιχειρούν να εκμεταλλευτούν τη ζήτηση του κοινού για λύσεις κατά της κλιματικής αλλαγής. Εντούτοις, καταναλωτικές ενώσεις εξέφρασαν τις ανησυχίες τους για τη διαφάνεια τέτοιων συμβολαίων, προειδοποιώντας ότι τα νοικοκυριά κινδυνεύουν να παραπλανηθούν για τα περιβαλλοντικά τους οφέλη. Ορισμένες εταιρείες που προσφέρουν σχετικά πακέτα, όπως η Good Energy, προχωρούν σε συμφωνίες απευθείας με παραγωγούς ΑΠΕ, ενώ άλλοι αγοράζουν ενέργεια από την αγορά χονδρικής όπου το ρεύμα θα μπορούσε να προέρχεται από οποιαδήποτε πηγή. Στη συνέχεια οι εταιρείες αυτές χρησιμοποιούν πράσινα πιστοποιητικά που αγοράζουν έναντι μόλις 10 πένες έκαστο για να κάνουν την εμπορική τους πολιτική. Η ρυθμιστική αρχή, Ofgem, εκδίδει τέτοια πιστοποιητικά για κάθε μεγαβατώρα παραγωγής ΑΠΕ, όμως μπορούν ακολούθως να εμπορευτούν για χαμηλά ποσά στη δευτερογενή αγορά. Οι προμηθευτές αγοράζουν τα πιστοποιητικά και έτσι καθιστούν νομίμως τα συμβόλαια «100% ΑΠΕ» εφόσον υποβάλουν αρκετά εξ αυτών στην Ofgem. Η κυβέρνηση δήλωσε ότι θα επιθεωρήσει αν το σύστημα είναι επαρκώς διαφανές και αν οι κανόνες για το τι συνιστά πράσινο συμβόλαιο ανταποκρίνονται προς το στόχο.43

Δεδομένης της αύξησης των επιχειρήσεων που επιδίδονται σε πρακτικές πράσινου ξεπλύματος, η Ε.Ε. θέσπισε κανονισμό κατά του «πράσινου ξεπλύματος», γνωστός ως κανονισμός για τη γνωστοποίηση της βιώσιμης χρηματοδότησης (Sustainable Finance Disclosure Regulation, SFDR). Θεσπίστηκε το Μάρτιο και απαιτείται από τους διαχειριστές κεφαλαίων να αξιολογούν και να γνωστοποιούν τα περιβαλλοντικά, κοινωνικά και εταιρικής διακυβέρνησης χαρακτηριστικά των χρηματοοικονομικών προϊόντων τους. Επιπλέονμ Απαιτείται από τους διαχειριστές κεφαλαίων να ταξινομούν τα κεφάλαια, είτε σύφωνα με τα κεφάλαια του άρθρου 8 που ορίζονται ως εκείνα που προωθούν ενεργά περιβαλλοντικά ή κοινωνικά χαρακτηριστικά, είτε σύμφωνα τα κεφάλαια του άρθρου 9 που έχουν ως στόχο τις βιώσιμες επενδύσεις, με τις δύο κατηγορίες να υπόκεινται σε υψηλότερα πρότυπα δημοσιοποίησης βάσει του SFDR. Το SFDR «έχει ουσιαστικά επαναφέρει τον πήχη ως προς το τι μπορεί να αποκληθεί βιώσιμη επένδυση, αναφερόμενο μόνο σε ένα υποσύνολο όσων περιλαμβάνονταν», δήλωσε ο O’Connor, πρόεδρος της Παγκόσμιας Συμμαχίας Βιώσιμων Επενδύσεων.44

Χρήζει ακόμα αναφοράς η συνεργασία δυο εταιρειών που εδρεύουν στο Λονδίνο για την ανάπτυξη δείκτη καθαρής ενέργειας. Η Longspur Capital, που εξειδικεύεται στον τομέα της καθαρής ενέργειας σε συνεργασία με την εταιρεία εταιρικών συμβούλων Radnor Capital Partners συνεργάστηκαν σε ένα εγχείρημα που τιτλοφορείται Longspur Radnor Indices. Μέσω αυτού, ανέπτυξαν τον δείκτη Active Net Zero Clean Energy Index, που αποσκοπεί στην οικοδόμηση βάσης δεδομένων εταιρειών που πρωτοστατούν στην ενεργειακή μετάβαση. Ο δείκτης αυτός θα συμβάλει περαιτέρω στον εντοπισμό των εταιρειών όπου παρατηρείται το φαινόμενο του greenwashing. Με το δείκτη αυτό, θα γίνεται ανάλυση των εταιρειών με βάση την πραγματική τους απόδοση σε σχέση με τη συμβολή τους σε έναν κόσμο μηδενικών εκπομπών. Ο δείκτης αντιπροσωπεύει τις πρώτες 50 ευρωπαϊκές εταιρείες καθαρής ενέργειας που πληρούν τα αυστηρά κριτήρια που έχουν τεθεί σύμφωνα με την κεφαλαιοποίηση και τη ρευστότητα της αγοράς. Οι εταιρείες αυτές δεν δεσμεύονται απλώς για να μεταβληθούν σε εταιρείες μηδενικών εκπομπών οι ίδιες. Σύμφωνα με τους δυο δημιουργούς του δείκτη, οι εταιρείες αυτές δεν συμμορφώνονται απλώς αλλά ο ρόλος τους είναι καταλυτικός στην υλοποίηση λύσεων καθαρής ενέργειας.45

Συμπεράσματα

Το πράσινο ξέπλυμα (greenwashing) συνιστά μια ευρέως διαδεδομένη πρακτική στον κόσμο των επιχειρήσεων και ειδικότερα στον τομέα της ενέργειας. Δεδομένης της απήχησης των πράσινων προϊόντων στο καταναλωτικό κοινό, οι επιχειρήσεις μετέρχονται διαφόρων τεχνασμάτων ώστε να πείσουν τους καταναλωτές για την «πράσινη» εικόνα τους και να μπορέσουν κατ’ αυτό τον τρόπο να προωθήσουν τα προϊόντα τους και να υλοποιήσουν τους εταιρικούς τους στόχους. Εκείνο που δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι το greenwashing στην πραγματικότητα συνιστά μια απάτη που αργά ή γρήγορα αποκαλύπτεται και στρέφεται και κατά των επιχειρήσεων που το υιοθετούν, οι οποίες δέχονται ένα ισχυρό πλήγμα στην φήμη και στην αξιοπιστία τους. Παράλληλα, οι καταναλωτές χάνουν την εμπιστοσύνη τους και αντιμετωπίζουν με μεγαλύτερο σκεπτικισμό τα προϊόντα που αποκαλούνται πράσινα ή τις εταιρείες που αποκαλούνται πράσινες. Η ασπίδα προστασίας των καταναλωτών είναι η σωστή ενημέρωση και η έρευνα προτού προβούν σε αγορές πράσινων προϊόντων. Η προστασία αφορά και τους επενδυτές που ενδιαφέρονται να επενδύσουν σε μη συμβατικά προϊόντα όπως είναι τα πράσινα. Τέλος, οι επιχειρήσεις παρά το υψηλό κόστος που συνεπάγεται η μετατροπή των προϊόντων σε πράσινα, θα πρέπει να αποφεύγουν την εξαπάτηση του καταναλωτικού κοινού, η οποία είναι μόνο πρόσκαιρη και εκείνος που χάνει μακροπρόθεσμα είναι οι ίδιες οι επιχειρήσεις και κατ΄επέκταση οι ίδιες οι εθνικές οικονομίες. Θα πρέπει να αποτυπώνουν με ειλικρίνεια τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά των προϊόντων, τα οποία θα πρέπει να φέρουν πράσινη πιστοποίηση από διαπιστευμένους φορείς, ώστε να ξεχωρίζουν από τα συμβατικά προϊόντα. Πρακτικές όπως το greenwashing θα πρέπει να είναι αποφευκτέες καθότι δεν συμβάλλουν καθόλου ούτε στην πράσινη οικονομία αλλά κυρίως δεν συμβάλλουν στη βιωσιμότητα του πλανήτη.

Ναδημοσίευση από τη Γεωπαρατήρηση
Αρθρο της Βασιλικής Μανιάτη

Σχόλια