CITIGROUP ΓΙΑ ΑΚΡΙΒΕΙΑ: ΗΡΘΕ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕΙΝΕΙ

Η ακρίβεια ήρθε για να μείνει για τουλάχιστον δύο χρόνια, όπως εκτιμά η Citigroup. Αν και σύμφωνα με το βασικό της σενάριο, η απότομη διόρθωση των τιμ


Η ακρίβεια ήρθε για να μείνει για τουλάχιστον δύο χρόνια, όπως εκτιμά η Citigroup. Αν και σύμφωνα με το βασικό της σενάριο, η απότομη διόρθωση των τιμών του φυσικού αερίου και του ρεύματος είναι πιθανή στα μέσα του 2022, η ακρίβεια στο καλάθι των νοικοκυριών θα παραμένει σε όλη τη διάρκεια του 2022 και ενδεχομένως ακόμη και το 2023.

Όπως σημειώνει σε έκθεσή της η αμερικανική τράπεζα, η εκτόξευση αλλά και η αστάθεια των παγκόσμιων τιμών του φυσικού αερίου αιφνιδίασαν αγορές και κυβερνήσεις, παρά τις συζητήσεις για την ενεργειακή μετάβαση. Όπως εκτιμά η Citigroup, οι αυξήσεις των τιμών του φυσικού αερίου και οι έντονες διακυμάνσεις θα οδηγήσουν σε αύξηση των τιμών άλλων ενεργειακών προϊόντων, συμπεριλαμβανομένης της ηλεκτρικής ενέργειας, την τιμή των δικαιωμάτων εκπομπής άνθρακα, του πετρελαίου/πετρελαϊκών προϊόντων και των βιοκαυσίμων. Παράλληλα θα έχουν σημαντικές μακροοικονομικές επιπτώσεις στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, καθώς η άνοδος των τιμών προκαλεί ανησυχίες για πληθωριστικές και άλλες επιπτώσεις πολιτικής.

Ενώ το σοκ των τιμών της ενέργειας, εκτός από το ότι αποτελεί τροχοπέδη για την ανάπτυξη και πιθανό πλήγμα για τους ισολογισμούς των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, μπορεί να προκαλέσει πολιτικές προκλήσεις, δεν θα οδηγήσει πάντως σε σημαντικές αναθεωρήσεις μεσοπρόθεσμα, των προβλέψεων για τον πληθωρισμό, σημειώνει η Citi. Εάν ο μεσοπρόθεσμος πληθωρισμός αυξηθεί περισσότερο από το αναμενόμενο, οι κεντρικές τράπεζες μπορεί να αλλάξουν νωρίτερα την πολιτική τους.

Η Ευρώπη εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το εισαγόμενο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, με την εξάρτηση από το φυσικό αέριο να έχει αυξηθεί σημαντικά την τελευταία δεκαετία, και έτσι πολλές κυβερνήσεις έχουν στραμμένο το βλέμμα στις άμεσες και μακροπρόθεσμες συνέπειες μιας περαιτέρω αύξησης των τιμών του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας. Το φυσικό αέριο χρησιμοποιείται ως κύρια πηγή παραγωγής ενέργειας σε πολλές χώρες, όπως σημειώνει η Citi, με την Ιταλία, την Ισπανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γερμανία να βασίζονται περισσότερο από άλλες, επηρεάζοντας έτσι έμμεσα τις τελικές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας. Δεδομένης της ανελαστικότητας της τελικής ζήτησης στις τιμές, ειδικά βραχυπρόθεσμα, οι αυξανόμενες τιμές φυσικού αερίου έχουν άμεσο αρνητικό αντίκτυπο στον προϋπολογισμό της Ευρώπης και συνιστούν ζημία για τις επιχειρήσεις και τους ισολογισμούς των νοικοκυριών.

Ο πιο σημαντικός αντίκτυπος βραχυπρόθεσμα είναι αυτός που αφορά τους λογαριασμούς κοινής ωφέλειας των νοικοκυριών και των εταιρειών, και πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν διαθέσιμα μέσα για να μετριάσουν τις επιπτώσεις των σημαντικά υψηλότερων τιμών στους καταναλωτές. Τα νοικοκυριά της Ευρωζώνης ξοδεύουν το 2,3% του καλαθιού τους για ηλεκτρική ενέργεια και 2,3% για λογαριασμούς φυσικού αερίου, επισημαίνει η αμερικανική τράπεζα.

Εκτός από το βάρος τους στο καλάθι του καταναλωτή, η ευαισθησία του πληθωρισμού στις τιμές του φυσικού αερίου εξαρτάται και από 1) τους φόρους (στην ΕΕ, το 40% των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας και το 32% των τελικών τιμών του φυσικού αερίου είναι φόροι /εισφορές), 2) τα κόστη παραγωγής και λειτουργίας του δικτύου σε κάθε χώρα και 3) τα κυβερνητικά μέτρα για την εξάλειψη των επιπτώσεων (πχ. η Ισπανία πρόσφατα μείωσε τους φόρους και τις εισφορές οδηγώντας σε πτώση της τιμής ηλεκτρικής ενέργειας κατά 22% μέχρι το τέλος του έτους, ενώ η Ιταλία αντιστάθμισε την αύξηση των τιμών ρεύματος κατά 20% τον Ιούλιο, μειώνοντας τις εισφορές και προσφέροντας ένα μπόνους σε νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος. Τέτοιες παρεμβάσεις δεν είναι καινούργιες, τείνουν να χρηματοδοτούνται μέσω του κρατικού προϋπολογισμού (η Ισπανία αποφάσισε αντίθετα να μεταθέσει το κόστος στους παραγωγούς ενέργειας) και γενικά αποσκοπούν στον περιορισμό της αύξησης και όχι στην πλήρη αντιστάθμισή της.

Σε ό,τι αφορά τις τιμές του ρεύματος και του φυσικού αερίου για τα νοικοκυριά, στην Ευρώπη κυμαίνονται από τα 0,10 €/kWh έως τα 0,30 €/kWh και από τα 0,03€/kWh έως τα 0,15 €/kWh αντίστοιχα.

Η Γερμανία εμφανίζει τις υψηλότερες τιμές ρεύματος με την Ελλάδα να βρίσκεται κάπου στη μέση με 0,17 €/kWh περίπου.

Τις ψηλότερες τιμές φυσικού αερίου έχει η Σουηδία ενώ η Ελλάδα βρίσκεται επίσης κάπου στη μέση. με 0,055 €/kWh.

Στην Ευρωζώνη ο πληθωρισμός φυσικού αερίου αυξήθηκε κατά 15,1% ετησίως τον Αύγουστο και της ηλεκτρικής ενέργειας κατά 9,4%, και τα δύο από αρνητικά ποσοστά πληθωρισμού το 2020. Συνολικά, ο πληθωρισμός της ενέργειας στα νοικοκυριά διαμορφώθηκε στο 12,5%.

Μεσοπρόθεσμα, η ιστορία δείχνει ότι, μετά τις μεγάλες αυξήσεις των τιμών, ο πληθωρισμός των τιμών του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας τείνει να παραμένει αυξημένος για τουλάχιστον ένα ακόμη έτος, ανταποκρινόμενος πολύ αργά στην πτώση των τιμών των εμπορευμάτων. Αυτό υποδηλώνει ότι ακόμη και στο βασικό σενάριο της Citi για μια απότομη διόρθωση των τιμών του φυσικού αερίου στα μέσα του 2022, ο ενεργειακός πληθωρισμός θα παραμείνει αυξημένος καθ όλη τη διάρκεια του 2022 και ενδεχομένως ακόμη και το 2023.

Πιο βραχυπροθέσμα, και ως συνέπεια της πρόσφατης αύξησης των παγκόσμιων τιμών των εμπορευμάτων και της ενέργειας στην Ευρώπη, η πίεση στους λογαριασμούς των καταναλωτών έτσι θα συνεχιστεί, με τη μέση αύξηση να φτάνει σε μέσο όρο το 30%. Για να μετριάσουν τις πιέσεις κόστους στους καταναλωτές, οι κυβερνήσεις εισάγουν μια σειρά από ρυθμίσεις. Στην Ιταλία, για παράδειγμα, η κυβέρνηση είναι έτοιμη να προϋπολογίσει τουλάχιστον 3 δισ. ευρώ (0,15% του ΑΕΠ) άμεσα για να αντισταθμίσει τις αυξήσεις των τιμολογίων κοινής ωφελείας, ενώ στη Γαλλία, η κυβέρνηση συμφώνησε να δώσει στα επιλέξιμα νοικοκυριά ένα συμπληρωματικό "κουπόνι ενέργειας" αξίας 100 ευρώ.

Τον χειμώνα και προς το α’ εξάμηνο του 2022, η Citi προβλέπει πως η ενίσχυση της τιμής του άνθρακα και του φυσικού αερίου θα συνεχίσει να υποστηρίζει τις τιμές της ενέργειας σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η ζήτηση ενέργειας από τις αρχές του 2021 είναι υψηλότερη σε όλους τους κλάδους, κατά 3-7% στις κύριες ευρωπαϊκές χώρες. Καθώς οι ευρωπαϊκές οικονομίες ανακάμπτουν από τον αντίκτυπο της COVID-19, η ζήτηση αναμένεται να αυξηθεί στο α’ εξάμηνο του 2022 (λόγω της ανάκαμψης), και επομένως οι τιμές της ενέργειας όπως και των εμπορευμάτων θα συνεχίσουν να έχουν σημαντική στήριξη.

marketnews.gr
Σχόλια