Ο πόλεμος της ανταγωνιστικότητας

Ο πόλεμος της ανταγωνιστικότητας Για να βελτιώσει μία χώρα την οικονομία της, μπορεί μεν να είναι υποχρεωτική η περαιτέρω «ελαστικοποίηση» της αγοράς εργασίας της, η μείωση των φόρων, καθώς επίσης ο περιορισμός των κοινωνικών δαπανών στο ελάχιστο, αλλά από την άλλη πλευρά πρόκειται για έναν αγώνα δρόμου των κρατών μεταξύ τους που οδηγεί τελικά στο γκρεμό – με πρώτο θύμα στη Δύση την Ελλάδα. Από την εποχή του Adam Smith, έχουμε συνηθίσει να εξισώνουμε την Οικονομία με την οικονομία της αγοράς – ενώ σήμερα έχουμε οδηγηθεί στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία της αγοράς, η οποία δεν αποτελεί το κερασάκι επάνω στο γλυκό, όπως ίσως νομίζουμε, αλλά το δηλητηριασμένο κεράσι. Η αιτία είναι το ότι, η ορθολογική, αειφόρος Οικονομία οικοδομείται ακόμη από τα κάτω προς τα επάνω: από την οικογένεια, τους συγγενείς, τους γείτονες, την πόλη, την περιφέρεια, τη χώρα και τον πλανήτη. Στα πλαίσια αυτά, από την οικογένεια έως τη γειτονιά, αναφερόμαστε σε μία οικονομία της επιβίωσης ή της διατήρησης, χωρίς τη χρήση χρημάτων – ενώ από το σημείο αυτό και μετά αρχίζει η οικονομία των χρημάτων ή η νομισματική οικονομία της αγοράς, όπου θα μπορούσαν να υπάρχουν τοπικά νομίσματα. Σε επίπεδο χώρας όμως χρειαζόμαστε ένα εθνικό νόμισμα – ενώ για να συμμετέχουμε στην παγκόσμια οικονομία, είμαστε υποχρεωμένοι να διαθέτουμε συνάλλαγμα (δηλαδή, ένα εθνικό νόμισμα που να μπορεί να ανταλλάσσεται με τα άλλα νομίσματα, στις ελεύθερες αγορές). Ο πόλεμος τώρα, επειδή περί ενός οικονομικού πολέμου πρόκειται, για την εξασφάλιση συναλλάγματος, ονομάζεται επίσης «οικονομικός ανταγωνισμός μεταξύ των τοποθεσιών» (location competition) – ενώ σήμερα είμαστε όλοι πεπεισμένοι πως η εξέλιξη, η ανάπτυξη και η απασχόληση εξασφαλίζονται μόνο από τους νικητές των μαχών που διεξάγονται για την απόκτηση συναλλάγματος. Παράδειγμα η Γερμανία που έχει κερδίσει τον πόλεμο του ευρώ, με αποτέλεσμα να έχει μεγάλες εισροές συναλλάγματος και αυξημένα εξωτερικά περιουσιακά στοιχεία στα άλλα κράτη – όταν αντίθετα η Ελλάδα τον έχει χάσει πρώτη, με εκροές συναλλάγματος και απώλεια των εθνικών περιουσιακών της στοιχείων (ανάλυση). Παραβλέπουμε όμως το γεγονός ότι, για τη διεκδίκηση του κερασιού που ευρίσκεται επάνω στο γλυκό, καταστρέφουμε τη βάση του: τις οικογένειες, τις γειτονιές, τις πόλεις, τις περιφέρειες, ακόμη και ολόκληρα κράτη – με παράδειγμα ξανά τη Γερμανία, στην οποία οι κοινωνικές δομές ευρίσκονται σε κατάσταση πλήρους αποσύνθεσης, με αποτέλεσμα να μην αναφερόμαστε πλέον σε ανθρώπους, αλλά σε «παραγωγικά ρομπότ» (χωρίς καμία διάθεση κριτικής της). Οι οπαδοί της ακραίας οικονομίας της αγοράς βέβαια δεν το βλέπουν, αφού κοιτάζουν μόνο ότι μπορεί να μετρηθεί με χρήματα – όλα όσα δηλαδή αξιολογούνται και εκτιμούνται από τη μηχανισμό της αγοράς. Εν τούτοις, οι ανάγκες μας δεν απεικονίζονται μόνο από τις αγορές αλλά, επί πλέον, από το «κέντρο ανταμοιβής» του εγκεφάλου μας – όπως έχει τεκμηριωθεί από ανθρωπολόγους, εθνολόγους και ερευνητές του ανθρώπινου μυαλού (πηγή: Vontobel). Ειδικότερα, ο άνθρωπος μπορεί να επιβιώσει μόνο μέσα σε κοινωνίες. Ως εκ τούτου η «Εξέλιξη» (evolution) φρόντισε έτσι ώστε, στο κέντρο ανταμοιβής του εγκεφάλου μας να μην είναι μόνο «αγκυροβολημένο» το ένστικτο της αυτοσυντήρησης – αλλά, επίσης, το ενδιαφέρον και ο σεβασμός για τους άλλους. Με τη σειρά της αυτή η αμφιθυμία, τα δύο αντίθετα συναισθήματα δηλαδή του εγωισμού και του αλτρουισμού που συνυπάρχουν στον άνθρωπο καθορίζοντας τη συμπεριφορά του, καθιστούν αναγκαία ξανά και ξανά την ανάκτηση της εμπιστοσύνης στο «κοπάδι» – με στόχο τη διατήρηση της εκάστοτε κοινωνίας. Η εμπιστοσύνη τώρα δημιουργείται μέσω των επαναλαμβανόμενων κοινωνικών επαφών – με την έννοια πως ο άνθρωπος θέλει να γνωρίζει με ποιόν ή με ποιούς έχει να κάνει, συγκεντρώνοντας πληροφορίες και αποθηκεύοντας τες στον εγκέφαλο του. Επομένως έχει άμεση σχέση με το μέγεθος του εγκεφάλου, το με πόσο μεγάλες ομάδες μπορεί να συμβιώσει κανείς – κάτι που γνωρίζουν πλέον οι ανθρωπολόγοι. Αποδείχθηκε λοιπόν πως ο άνθρωπος ζει με ομάδες 5, 15, 50, 150 και 500 ανθρώπων μαζί – οικογένειες, συγγενείς, γειτονιά κλπ. Ο ανώτατος κύκλος είναι αυτός των καλών γνωστών, όπου νοιώθει υποχρεωμένος να τους βοηθήσει – ενώ εδώ και 30.000 περίπου χρόνια οι άνθρωποι ζουν επί πλέον σε οικογένειες των τριών γενεών, ως το μοναδικό είδος στον πλανήτη. Περαιτέρω, η συμβίωση με μεγάλες ομάδες δημιουργεί κοινωνικό στρες – οπότε, με στόχο τον περιορισμό του, οι άνθρωποι χρειάζονταν καθημερινά περί τις τρεις ώρες μεταξύ τους. Μέσω της εφεύρεσης της γλώσσας, ο άνθρωπος κατάφερε να μειώσει το χρόνο αυτό σε δύο ώρες – ενώ αυτό που θεωρείται από πολλούς ως «κουτσομπολιό», η συζήτηση δηλαδή για τους άλλους μεταξύ των ανθρώπων, είναι στην πραγματικότητα μία «εξελικτική αναγκαιότητα» με στόχο την επιβίωση τους. Εν τούτοις, το «κουτσομπολιό» δεν είναι αρκετό για τη διατήρηση του «Κεφαλαίου της εμπιστοσύνης» στις ανθρώπινες κοινωνίες. Απαιτείται επί πλέον αυτό που οι ερευνητές οικονομολόγοι έχουν ανακαλύψει πρόσφατα και ονομάζουν «ισχυρή αμοιβαιότητα» – δηλαδή, η επιθυμία των ανθρώπων να τιμωρούνται οι απατεώνες ή/και αυτοί που αποκλίνουν από τους κανόνες, ακόμη και όταν δεν υφίστανται οι ίδιοι τις συνέπειες και δεν ζημιώνονται, ενώ η τιμωρία τους κοστίζει και κάτι. Το κόστος βέβαια τις περισσότερες φορές είναι ελάχιστο, αφού συχνά είναι αρκετό ένα αποδοκιμαστικό βλέμμα – σημειώνοντας πως το «σύστημα ανταμοιβής ή τιμωρίας» εντός του εγκεφάλου μας είναι έτσι προγραμματισμένο, ώστε να προκαλεί τόσο πόνο ο κοινωνικός εξοστρακισμός, όσο η πείνα, η δίψα ή ο σωματικός τραυματισμός. Ακριβώς εδώ συναντάται και η απόρριψη, η οποία προκαλεί μεγάλο πόνο στους ανθρώπους – κάτι που θα έπρεπε να αποφεύγεται όσο τίποτα άλλο στις μεταξύ τους σχέσεις. Από την άλλη πλευρά, η εμπιστοσύνη είναι μία πολύ σημαντική προϋπόθεση για όλες τις παραγωγικές και αναπαραγωγικές δραστηριότητες των ανθρώπων που πρέπει να συντονιστούν κοινωνικά – όπως είναι η ανατροφή των παιδιών, η υπεράσπιση του εδάφους και της εθνικής κυριαρχίας, καθώς επίσης το «κυνήγι», η συγκέντρωση και η διανομή του πλούτου. Από την οπτική γωνία της εξέλιξης του είδους, πρόκειται για μία πολύ αποτελεσματική «ρύθμιση»: με την έννοια πως η εργασία οργανώνεται με τέτοιον τρόπο, ώστε να προκαλεί ευχαρίστηση, καλύπτοντας παράλληλα με τις υλικές μας ανάγκες επίσης τις κοινωνικές – ενώ η εμπιστοσύνη αποτελεί σχεδόν ένα υποπροϊόν που σε μεγάλο βαθμό δεν κοστίζει. Εκτός αυτού γίνονται σεβαστοί οι οικολογικοί περιορισμοί, όπου όποιος δεν τους τηρεί υφίσταται τις συνέπειες. Σε χώρες τώρα που η εμπιστοσύνη έχει πάψει πια να υπάρχει, όπως στην Ελλάδα, στην οποία δεν έχει χαθεί μόνο η εμπιστοσύνη της κοινωνίας απέναντι στο κράτος αλλά, επίσης, σε μικρότερες ομάδες, ξεκινώντας από το βρώμικο κομματικό-πελατειακό σύστημα (ανάλυση), η συνεργασία των ανθρώπων μεταξύ τους είναι αδύνατη – οπότε είναι ανέφικτη η παραγωγή πλούτου και προγραμματισμένη η καταστροφή τους, χωρίς καμία δυνατότητα αποφυγής της. Μπορεί δε να γίνονται κάποιες προσχηματικές προσπάθειες αποκατάστασης της, όπως με συλλήψεις διεφθαρμένων υπουργών ή με υποσχέσεις καθαρισμού των κομμάτων από τα βρώμικα στοιχεία τους κοκ., αλλά δεν πείθουν κανέναν – γεγονός που σημαίνει πως είναι καταδικασμένες, εάν δεν υπάρξει κάποιος που θα αλλάξει πραγματικά τα κακώς κείμενα, εκκαθαρίζοντας εκ θεμελίων το σύστημα, έτσι ώστε να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη ως βασικός παραγωγικός συντελεστής. Η μεγάλη αλλαγή Συνεχίζοντας, αυτή η παραδοσιακή, ενσωματωμένη στην κοινωνία μορφή της παραγωγής έχει σημαντικά μειονεκτήματα – αφού δεν εκμεταλλεύεται αρκετά το τεράστιο, πολλαπλασιασμένο από τη γλώσσα και τη γραφή δυναμικό της ανθρωπότητας. Οι ομάδες των 500 ατόμων, με τις οποίες μπορεί να ανταπεξέλθει ένα άτομο, είναι πολύ μικρές για να χρησιμοποιήσουν πλήρως τις δυνατότητες της εξειδίκευσης – οπότε η Εξέλιξη (Evolution), πριν από περίπου 10.000 χρόνια, δημιούργησε το «γονίδιο της αγοράς», αποκλειστικά και μόνο για τους ανθρώπους. Πρόκειται για τη δυνατότητα συνεργασίας τους με «αγνώστους», η οποία τους επιτρέπει να οργανώνουν τις ανταλλαγές αγαθών μεταξύ τους με χρήματα και με τιμές – ενώ η ίδρυση κρατών, η μετάβαση δηλαδή από τις πόλεις-κράτη στα κράτη, θα ήταν αδύνατη χωρίς την ύπαρξη χρημάτων. Στα πλαίσια αυτά, το πραγματικό «άλμα» συνέβη μόλις πριν από δύο αιώνες – όταν, με αφετηρία την Αγγλία, «διανεμήθηκαν» από τις αγορές επίσης οι συντελεστές παραγωγής Εργασία και Φύση (τότε άρχισαν να εξελίσσονται και οι χρηματοπιστωτικές αγορές – ανάλυση). Το γεγονός αυτό από ορισμένους κοινωνιολόγους οικονομολόγους (πηγή), περιγράφεται ως η «ανεξαρτητοποίηση της Οικονομίας» – ενώ από τότε και μετά η οικονομία δομεί/διοικεί την κοινωνία και όχι το αντίθετο. Ως εκ τούτου, ζούμε σήμερα σε μία «οικονομία της αγοράς» που απειλεί να εξελιχθεί σε μία «οικονομία της κοινωνίας», με κυρίαρχους τις χρηματοπιστωτικές αγορές – ενώ η αλλαγή αυτή είχε ως αποτέλεσμα μία τόσο μεγάλη υλική ευημερία για την ανθρωπότητα, όσο δεν μπορούσε ποτέ να φαντασθεί κανείς. Επειδή τώρα τίποτα στη ζωή δεν προσφέρεται δωρεάν, η συγκεκριμένη αλλαγή είχε υψηλό κόστος – όπου το βασικό της πρόβλημα ευρίσκεται στο ότι, στα πλαίσια της οικονομίας της αγοράς, δεν λειτουργούμε πλέον για την κάλυψη των δικών μας αναγκών, αλλά για την εξυπηρέτηση της ζήτησης των άλλων. Επειδή όμως έχουμε εξειδικευθεί και εξαρτηθεί από τη ζήτηση των άλλων, είμαστε υποχρεωμένοι να διαχειριζόμαστε αυτήν την κατάσταση ενεργά – κάτι που κοστίζει αρκετά. Για παράδειγμα, ακόμη και οι όμιλοι παραγωγής τροφίμων που καλύπτουν τις βασικές μας ανάγκες, ξοδεύουν σχεδόν το 25% του τζίρου τους στη διαφήμιση και στη διανομή – ενώ η αγορά έχει ένα ενσωματωμένο πρόβλημα πληροφόρησης και δεν βλέπει πια τις ανάγκες των ανθρώπων λόγω της μεγάλης ζήτησης, προτιμώντας συχνά να τις δημιουργεί η ίδια. Εκτός αυτού η δημιουργία εμπιστοσύνης, η οποία όπως αναλύσαμε είναι απαραίτητη για την παραγωγή πλούτου, είναι πολυέξοδη στην οικονομία της αγοράς – γνωρίζοντας πως το χρηματοπιστωτικό σύστημα σήμερα απορροφάει σχεδόν το 17% του ΑΕΠ. Χρειάζονται επί πλέον δαπανηρά Δικαστήρια, δικηγόροι, διεθνείς συμβάσεις κοκ. – ενώ, επειδή εργαζόμαστε πια για την κάλυψη των αναγκών των άλλων, τα κίνητρα (motivation) έχουν αντικατασταθεί από τον έλεγχο και τον εξαναγκασμό (ειδικά στις πλέον ανταγωνιστικές χώρες, όπου η ελευθερία αποτελεί παρελθόν). Την ίδια στιγμή η αγορά έχει αποτύχει, όσον αφορά τη δίκαιη κατανομή του παραγομένου πλούτου – όπως στο παράδειγμα της Γερμανίας, όπου μόλις το 16% των λαφύρων (ΑΕΠ) οδηγείται στο 50% των φτωχότερων νοικοκυριών, ενώ το 31% στο πλουσιότερο 10%. Με τα κριτήρια της Εξέλιξης κάτι τέτοιο είναι απαράδεκτο – οπότε δεν πρόκειται να συνεχίσει να υπάρχει, προκαλώντας αργά ή γρήγορα κοινωνικές αναταραχές και εξεγέρσεις. Εν τω μεταξύ, ακόμη και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της οικονομίας της αγοράς έχει χάσει πια την αξία του: με την έννοια πως εάν υπάρχει πολύ χαμηλά αμειβόμενη εργασία, η αύξηση της παραγωγικότητας είναι μεν επιτακτική από επιχειρηματικής πλευράς, αλλά αντιπαραγωγική από την πλευρά της Εξέλιξης. Με απλά λόγια, για να βελτιώσει μία χώρα την ανταγωνιστικότητα της, μπορεί μεν να είναι υποχρεωτική η περαιτέρω «ελαστικοποίηση» της αγοράς εργασίας της, η μείωση των φόρων, καθώς επίσης ο περιορισμός των κοινωνικών και δημοσίων δαπανών στο ελάχιστα αναγκαίο, αλλά από την άλλη πλευρά πρόκειται για έναν αγώνα δρόμου των κρατών μεταξύ τους που οδηγεί τελικά στο γκρεμό – κάτι που δεν έχει καμία σχέση με τη λογική της Εξέλιξης, η οποία έχει στόχο να βελτιώνει τις συνθήκες διαβίωσης της ανθρωπότητας και όχι να την οδηγεί στην καταστροφή. Για παράδειγμα, το δημογραφικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Δύση, οφείλεται στο στρες που προκαλεί το παραγωγικό της μοντέλο – το οποίο έχει ως αποτέλεσμα το συνεχή περιορισμό των γεννήσεων. Για να το επιλύσει τώρα, καθώς επίσης για να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα της, επιλέγει τη μετανάστευση ανθρώπων από άλλες χώρες – μέσω της οποίας όμως αλλοιώνονται οι παραδοσιακές κοινωνίες, αυξάνονται οι συγκρούσεις, ελέγχονται ευκολότερα και τελικά καταλήγουν βορά των ελίτ, με την επιβολή συστημάτων διακυβέρνησης που θυμίζουν το Μεγάλο Αδελφό του Orwell στο «1984». Επίλογος Ολοκληρώνοντας, η ανθρωπότητα οφείλει να ξεφύγει από την παγίδα της ανταγωνιστικότητας σε παγκόσμιο επίπεδο – ξεκινώντας από την κάλυψη ενός μεγάλου μέρους των αναγκών της εκάστοτε χώρας με πολύ χαμηλότερο κόστος, στα πλαίσια μίας σύγχρονης εγχώριας οικονομίας ή/και σε τοπικό επίπεδο. Εν προκειμένω, δεν θα έπρεπε να αποδυναμωθούν ακόμη περισσότερο οι φορείς αυτής της τοπικής οικονομίας, όπως οι οικογένειες και οι γειτονιές αλλά, αντίθετα, να ενισχυθούν – ενώ σε αυτό το μέγεθος ο καθένας γνωρίζει τι χρειάζεται ο άλλος και η κάλυψη των αναγκών δεν προϋποθέτει τόσο μεγάλο κόστος. Εάν δεν συμβεί κάτι τέτοιο, τότε το μέλλον της ανθρωπότητας θα είναι πολύ σκοτεινό – ενώ η Ελλάδα είναι μεν η πρώτη χώρα της Δύσης που πραγματικά απειλείται με τον αφανισμό της ως Έθνος, αλλά αποτελεί μόνο την αφετηρία μίας ευρύτερης ανάλογης εξέλιξης εκείνων των κρατών που δεν θα αλλάξουν έγκαιρα κατεύθυνση, επιμένοντας στην ανεξέλεγκτη παγκοσμιοποίηση που δεν έχει να προσφέρει τίποτα καλό στον πλανήτη.




Για να βελτιώσει μία χώρα την οικονομία της, μπορεί μεν να είναι υποχρεωτική η περαιτέρω «ελαστικοποίηση» της αγοράς εργασίας της, η μείωση των φόρων, καθώς επίσης ο περιορισμός των κοινωνικών δαπανών στο ελάχιστο, αλλά από την άλλη πλευρά πρόκειται για έναν αγώνα δρόμου των κρατών μεταξύ τους που οδηγεί τελικά στο γκρεμό – με πρώτο θύμα στη Δύση την Ελλάδα.



Από την εποχή του Adam Smith, έχουμε συνηθίσει να εξισώνουμε την Οικονομία με την οικονομία της αγοράς – ενώ σήμερα έχουμε οδηγηθεί στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία της αγοράς, η οποία δεν αποτελεί το κερασάκι επάνω στο γλυκό, όπως ίσως νομίζουμε, αλλά το δηλητηριασμένο κεράσι. Η αιτία είναι το ότι, η ορθολογική, αειφόρος Οικονομία οικοδομείται ακόμη από τα κάτω προς τα επάνω: από την οικογένεια, τους συγγενείς, τους γείτονες, την πόλη, την περιφέρεια, τη χώρα και τον πλανήτη.

Στα πλαίσια αυτά, από την οικογένεια έως τη γειτονιά, αναφερόμαστε σε μία οικονομία της επιβίωσης ή της διατήρησης, χωρίς τη χρήση χρημάτων – ενώ από το σημείο αυτό και μετά αρχίζει η οικονομία των χρημάτων ή η νομισματική οικονομία της αγοράς, όπου θα μπορούσαν να υπάρχουν τοπικά νομίσματα. Σε επίπεδο χώρας όμως χρειαζόμαστε ένα εθνικό νόμισμα – ενώ για να συμμετέχουμε στην παγκόσμια οικονομία, είμαστε υποχρεωμένοι να διαθέτουμε συνάλλαγμα (δηλαδή, ένα εθνικό νόμισμα που να μπορεί να ανταλλάσσεται με τα άλλα νομίσματα, στις ελεύθερες αγορές).

Ο πόλεμος τώρα, επειδή περί ενός οικονομικού πολέμου πρόκειται, για την εξασφάλιση συναλλάγματος, ονομάζεται επίσης «οικονομικός ανταγωνισμός μεταξύ των τοποθεσιών» (location competition) – ενώ σήμερα είμαστε όλοι πεπεισμένοι πως η εξέλιξη, η ανάπτυξη και η απασχόληση εξασφαλίζονται μόνο από τους νικητές των μαχών που διεξάγονται για την απόκτηση συναλλάγματος. Παράδειγμα η Γερμανία που έχει κερδίσει τον πόλεμο του ευρώ, με αποτέλεσμα να έχει μεγάλες εισροές συναλλάγματος και αυξημένα εξωτερικά περιουσιακά στοιχεία στα άλλα κράτη – όταν αντίθετα η Ελλάδα τον έχει χάσει πρώτη, με εκροές συναλλάγματος και απώλεια των εθνικών περιουσιακών της στοιχείων (ανάλυση).

Παραβλέπουμε όμως το γεγονός ότι, για τη διεκδίκηση του κερασιού που ευρίσκεται επάνω στο γλυκό, καταστρέφουμε τη βάση του: τις οικογένειες, τις γειτονιές, τις πόλεις, τις περιφέρειες, ακόμη και ολόκληρα κράτη – με παράδειγμα ξανά τη Γερμανία, στην οποία οι κοινωνικές δομές ευρίσκονται σε κατάσταση πλήρους αποσύνθεσης, με αποτέλεσμα να μην αναφερόμαστε πλέον σε ανθρώπους, αλλά σε «παραγωγικά ρομπότ» (χωρίς καμία διάθεση κριτικής της).

Οι οπαδοί της ακραίας οικονομίας της αγοράς βέβαια δεν το βλέπουν, αφού κοιτάζουν μόνο ότι μπορεί να μετρηθεί με χρήματα – όλα όσα δηλαδή αξιολογούνται και εκτιμούνται από τη μηχανισμό της αγοράς. Εν τούτοις, οι ανάγκες μας δεν απεικονίζονται μόνο από τις αγορές αλλά, επί πλέον, από το «κέντρο ανταμοιβής» του εγκεφάλου μας – όπως έχει τεκμηριωθεί από ανθρωπολόγους, εθνολόγους και ερευνητές του ανθρώπινου μυαλού (πηγή: Vontobel).

Ειδικότερα, ο άνθρωπος μπορεί να επιβιώσει μόνο μέσα σε κοινωνίες. Ως εκ τούτου η «Εξέλιξη» (evolution) φρόντισε έτσι ώστε, στο κέντρο ανταμοιβής του εγκεφάλου μας να μην είναι μόνο «αγκυροβολημένο» το ένστικτο της αυτοσυντήρησης – αλλά, επίσης, το ενδιαφέρον και ο σεβασμός για τους άλλους. Με τη σειρά της αυτή η αμφιθυμία, τα δύο αντίθετα συναισθήματα δηλαδή του εγωισμού και του αλτρουισμού που συνυπάρχουν στον άνθρωπο καθορίζοντας τη συμπεριφορά του, καθιστούν αναγκαία ξανά και ξανά την ανάκτηση της εμπιστοσύνης στο «κοπάδι» – με στόχο τη διατήρηση της εκάστοτε κοινωνίας.

Η εμπιστοσύνη τώρα δημιουργείται μέσω των επαναλαμβανόμενων κοινωνικών επαφών – με την έννοια πως ο άνθρωπος θέλει να γνωρίζει με ποιόν ή με ποιούς έχει να κάνει, συγκεντρώνοντας πληροφορίες και αποθηκεύοντας τες στον εγκέφαλο του. Επομένως έχει άμεση σχέση με το μέγεθος του εγκεφάλου, το με πόσο μεγάλες ομάδες μπορεί να συμβιώσει κανείς – κάτι που γνωρίζουν πλέον οι ανθρωπολόγοι. Αποδείχθηκε λοιπόν πως ο άνθρωπος ζει με ομάδες 5, 15, 50, 150 και 500 ανθρώπων μαζί – οικογένειες, συγγενείς, γειτονιά κλπ. Ο ανώτατος κύκλος είναι αυτός των καλών γνωστών, όπου νοιώθει υποχρεωμένος να τους βοηθήσει – ενώ εδώ και 30.000 περίπου χρόνια οι άνθρωποι ζουν επί πλέον σε οικογένειες των τριών γενεών, ως το μοναδικό είδος στον πλανήτη.

Περαιτέρω, η συμβίωση με μεγάλες ομάδες δημιουργεί κοινωνικό στρες – οπότε, με στόχο τον περιορισμό του, οι άνθρωποι χρειάζονταν καθημερινά περί τις τρεις ώρες μεταξύ τους. Μέσω της εφεύρεσης της γλώσσας, ο άνθρωπος κατάφερε να μειώσει το χρόνο αυτό σε δύο ώρες – ενώ αυτό που θεωρείται από πολλούς ως «κουτσομπολιό», η συζήτηση δηλαδή για τους άλλους μεταξύ των ανθρώπων, είναι στην πραγματικότητα μία «εξελικτική αναγκαιότητα» με στόχο την επιβίωση τους.

Εν τούτοις, το «κουτσομπολιό» δεν είναι αρκετό για τη διατήρηση του «Κεφαλαίου της εμπιστοσύνης» στις ανθρώπινες κοινωνίες. Απαιτείται επί πλέον αυτό που οι ερευνητές οικονομολόγοι έχουν ανακαλύψει πρόσφατα και ονομάζουν «ισχυρή αμοιβαιότητα» – δηλαδή, η επιθυμία των ανθρώπων να τιμωρούνται οι απατεώνες ή/και αυτοί που αποκλίνουν από τους κανόνες, ακόμη και όταν δεν υφίστανται οι ίδιοι τις συνέπειες και δεν ζημιώνονται, ενώ η τιμωρία τους κοστίζει και κάτι.

Το κόστος βέβαια τις περισσότερες φορές είναι ελάχιστο, αφού συχνά είναι αρκετό ένα αποδοκιμαστικό βλέμμα – σημειώνοντας πως το «σύστημα ανταμοιβής ή τιμωρίας» εντός του εγκεφάλου μας είναι έτσι προγραμματισμένο, ώστε να προκαλεί τόσο πόνο ο κοινωνικός εξοστρακισμός, όσο η πείνα, η δίψα ή ο σωματικός τραυματισμός. Ακριβώς εδώ συναντάται και η απόρριψη, η οποία προκαλεί μεγάλο πόνο στους ανθρώπους – κάτι που θα έπρεπε να αποφεύγεται όσο τίποτα άλλο στις μεταξύ τους σχέσεις.

Από την άλλη πλευρά, η εμπιστοσύνη είναι μία πολύ σημαντική προϋπόθεση για όλες τις παραγωγικές και αναπαραγωγικές δραστηριότητες των ανθρώπων που πρέπει να συντονιστούν κοινωνικά – όπως είναι η ανατροφή των παιδιών, η υπεράσπιση του εδάφους και της εθνικής κυριαρχίας, καθώς επίσης το «κυνήγι», η συγκέντρωση και η διανομή του πλούτου. Από την οπτική γωνία της εξέλιξης του είδους, πρόκειται για μία πολύ αποτελεσματική «ρύθμιση»: με την έννοια πως η εργασία οργανώνεται με τέτοιον τρόπο, ώστε να προκαλεί ευχαρίστηση, καλύπτοντας παράλληλα με τις υλικές μας ανάγκες επίσης τις κοινωνικές – ενώ η εμπιστοσύνη αποτελεί σχεδόν ένα υποπροϊόν που σε μεγάλο βαθμό δεν κοστίζει. Εκτός αυτού γίνονται σεβαστοί οι οικολογικοί περιορισμοί, όπου όποιος δεν τους τηρεί υφίσταται τις συνέπειες.

Σε χώρες τώρα που η εμπιστοσύνη έχει πάψει πια να υπάρχει, όπως στην Ελλάδα, στην οποία δεν έχει χαθεί μόνο η εμπιστοσύνη της κοινωνίας απέναντι στο κράτος αλλά, επίσης, σε μικρότερες ομάδες, ξεκινώντας από το βρώμικο κομματικό-πελατειακό σύστημα (ανάλυση), η συνεργασία των ανθρώπων μεταξύ τους είναι αδύνατη – οπότε είναι ανέφικτη η παραγωγή πλούτου και προγραμματισμένη η καταστροφή τους, χωρίς καμία δυνατότητα αποφυγής της.

Μπορεί δε να γίνονται κάποιες προσχηματικές προσπάθειες αποκατάστασης της, όπως με συλλήψεις διεφθαρμένων υπουργών ή με υποσχέσεις καθαρισμού των κομμάτων από τα βρώμικα στοιχεία τους κοκ., αλλά δεν πείθουν κανέναν – γεγονός που σημαίνει πως είναι καταδικασμένες, εάν δεν υπάρξει κάποιος που θα αλλάξει πραγματικά τα κακώς κείμενα, εκκαθαρίζοντας εκ θεμελίων το σύστημα, έτσι ώστε να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη ως βασικός παραγωγικός συντελεστής.
Η μεγάλη αλλαγή

Συνεχίζοντας, αυτή η παραδοσιακή, ενσωματωμένη στην κοινωνία μορφή της παραγωγής έχει σημαντικά μειονεκτήματα – αφού δεν εκμεταλλεύεται αρκετά το τεράστιο, πολλαπλασιασμένο από τη γλώσσα και τη γραφή δυναμικό της ανθρωπότητας. Οι ομάδες των 500 ατόμων, με τις οποίες μπορεί να ανταπεξέλθει ένα άτομο, είναι πολύ μικρές για να χρησιμοποιήσουν πλήρως τις δυνατότητες της εξειδίκευσης – οπότε η Εξέλιξη (Evolution), πριν από περίπου 10.000 χρόνια, δημιούργησε το «γονίδιο της αγοράς», αποκλειστικά και μόνο για τους ανθρώπους. Πρόκειται για τη δυνατότητα συνεργασίας τους με «αγνώστους», η οποία τους επιτρέπει να οργανώνουν τις ανταλλαγές αγαθών μεταξύ τους με χρήματα και με τιμές – ενώ η ίδρυση κρατών, η μετάβαση δηλαδή από τις πόλεις-κράτη στα κράτη, θα ήταν αδύνατη χωρίς την ύπαρξη χρημάτων.

Στα πλαίσια αυτά, το πραγματικό «άλμα» συνέβη μόλις πριν από δύο αιώνες – όταν, με αφετηρία την Αγγλία, «διανεμήθηκαν» από τις αγορές επίσης οι συντελεστές παραγωγής Εργασία και Φύση (τότε άρχισαν να εξελίσσονται και οι χρηματοπιστωτικές αγορές – ανάλυση). Το γεγονός αυτό από ορισμένους κοινωνιολόγους οικονομολόγους (πηγή), περιγράφεται ως η «ανεξαρτητοποίηση της Οικονομίας» – ενώ από τότε και μετά η οικονομία δομεί/διοικεί την κοινωνία και όχι το αντίθετο. Ως εκ τούτου, ζούμε σήμερα σε μία «οικονομία της αγοράς» που απειλεί να εξελιχθεί σε μία «οικονομία της κοινωνίας», με κυρίαρχους τις χρηματοπιστωτικές αγορές – ενώ η αλλαγή αυτή είχε ως αποτέλεσμα μία τόσο μεγάλη υλική ευημερία για την ανθρωπότητα, όσο δεν μπορούσε ποτέ να φαντασθεί κανείς.

Επειδή τώρα τίποτα στη ζωή δεν προσφέρεται δωρεάν, η συγκεκριμένη αλλαγή είχε υψηλό κόστος – όπου το βασικό της πρόβλημα ευρίσκεται στο ότι, στα πλαίσια της οικονομίας της αγοράς, δεν λειτουργούμε πλέον για την κάλυψη των δικών μας αναγκών, αλλά για την εξυπηρέτηση της ζήτησης των άλλων. Επειδή όμως έχουμε εξειδικευθεί και εξαρτηθεί από τη ζήτηση των άλλων, είμαστε υποχρεωμένοι να διαχειριζόμαστε αυτήν την κατάσταση ενεργά – κάτι που κοστίζει αρκετά.

Για παράδειγμα, ακόμη και οι όμιλοι παραγωγής τροφίμων που καλύπτουν τις βασικές μας ανάγκες, ξοδεύουν σχεδόν το 25% του τζίρου τους στη διαφήμιση και στη διανομή – ενώ η αγορά έχει ένα ενσωματωμένο πρόβλημα πληροφόρησης και δεν βλέπει πια τις ανάγκες των ανθρώπων λόγω της μεγάλης ζήτησης, προτιμώντας συχνά να τις δημιουργεί η ίδια.

Εκτός αυτού η δημιουργία εμπιστοσύνης, η οποία όπως αναλύσαμε είναι απαραίτητη για την παραγωγή πλούτου, είναι πολυέξοδη στην οικονομία της αγοράς – γνωρίζοντας πως το χρηματοπιστωτικό σύστημα σήμερα απορροφάει σχεδόν το 17% του ΑΕΠ. Χρειάζονται επί πλέον δαπανηρά Δικαστήρια, δικηγόροι, διεθνείς συμβάσεις κοκ. – ενώ, επειδή εργαζόμαστε πια για την κάλυψη των αναγκών των άλλων, τα κίνητρα (motivation) έχουν αντικατασταθεί από τον έλεγχο και τον εξαναγκασμό (ειδικά στις πλέον ανταγωνιστικές χώρες, όπου η ελευθερία αποτελεί παρελθόν).

Την ίδια στιγμή η αγορά έχει αποτύχει, όσον αφορά τη δίκαιη κατανομή του παραγομένου πλούτου – όπως στο παράδειγμα της Γερμανίας, όπου μόλις το 16% των λαφύρων (ΑΕΠ) οδηγείται στο 50% των φτωχότερων νοικοκυριών, ενώ το 31% στο πλουσιότερο 10%. Με τα κριτήρια της Εξέλιξης κάτι τέτοιο είναι απαράδεκτο – οπότε δεν πρόκειται να συνεχίσει να υπάρχει, προκαλώντας αργά ή γρήγορα κοινωνικές αναταραχές και εξεγέρσεις.

Εν τω μεταξύ, ακόμη και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της οικονομίας της αγοράς έχει χάσει πια την αξία του: με την έννοια πως εάν υπάρχει πολύ χαμηλά αμειβόμενη εργασία, η αύξηση της παραγωγικότητας είναι μεν επιτακτική από επιχειρηματικής πλευράς, αλλά αντιπαραγωγική από την πλευρά της Εξέλιξης.

Με απλά λόγια, για να βελτιώσει μία χώρα την ανταγωνιστικότητα της, μπορεί μεν να είναι υποχρεωτική η περαιτέρω «ελαστικοποίηση» της αγοράς εργασίας της, η μείωση των φόρων, καθώς επίσης ο περιορισμός των κοινωνικών και δημοσίων δαπανών στο ελάχιστα αναγκαίο, αλλά από την άλλη πλευρά πρόκειται για έναν αγώνα δρόμου των κρατών μεταξύ τους που οδηγεί τελικά στο γκρεμό – κάτι που δεν έχει καμία σχέση με τη λογική της Εξέλιξης, η οποία έχει στόχο να βελτιώνει τις συνθήκες διαβίωσης της ανθρωπότητας και όχι να την οδηγεί στην καταστροφή.

Για παράδειγμα, το δημογραφικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Δύση, οφείλεται στο στρες που προκαλεί το παραγωγικό της μοντέλο – το οποίο έχει ως αποτέλεσμα το συνεχή περιορισμό των γεννήσεων. Για να το επιλύσει τώρα, καθώς επίσης για να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα της, επιλέγει τη μετανάστευση ανθρώπων από άλλες χώρες – μέσω της οποίας όμως αλλοιώνονται οι παραδοσιακές κοινωνίες, αυξάνονται οι συγκρούσεις, ελέγχονται ευκολότερα και τελικά καταλήγουν βορά των ελίτ, με την επιβολή συστημάτων διακυβέρνησης που θυμίζουν το Μεγάλο Αδελφό του Orwell στο «1984».

Επίλογος

Ολοκληρώνοντας, η ανθρωπότητα οφείλει να ξεφύγει από την παγίδα της ανταγωνιστικότητας σε παγκόσμιο επίπεδο – ξεκινώντας από την κάλυψη ενός μεγάλου μέρους των αναγκών της εκάστοτε χώρας με πολύ χαμηλότερο κόστος, στα πλαίσια μίας σύγχρονης εγχώριας οικονομίας ή/και σε τοπικό επίπεδο. Εν προκειμένω, δεν θα έπρεπε να αποδυναμωθούν ακόμη περισσότερο οι φορείς αυτής της τοπικής οικονομίας, όπως οι οικογένειες και οι γειτονιές αλλά, αντίθετα, να ενισχυθούν – ενώ σε αυτό το μέγεθος ο καθένας γνωρίζει τι χρειάζεται ο άλλος και η κάλυψη των αναγκών δεν προϋποθέτει τόσο μεγάλο κόστος.

Εάν δεν συμβεί κάτι τέτοιο, τότε το μέλλον της ανθρωπότητας θα είναι πολύ σκοτεινό – ενώ η Ελλάδα είναι μεν η πρώτη χώρα της Δύσης που πραγματικά απειλείται με τον αφανισμό της ως Έθνος, αλλά αποτελεί μόνο την αφετηρία μίας ευρύτερης ανάλογης εξέλιξης εκείνων των κρατών που δεν θα αλλάξουν έγκαιρα κατεύθυνση, επιμένοντας στην ανεξέλεγκτη παγκοσμιοποίηση που δεν έχει να προσφέρει τίποτα καλό στον πλανήτη.
Σχόλια