Ο καυγάς για τις εκκενώσεις και την απουσία σχεδίου

Δεν ξέρουμε αν η κυβέρνηση έμαθε το μάθημά της από τις μεγάλες πυρκαγιές της τελευταίας εβδομάδας και κυρίως από αυτή της Εύβοιας, πάντως ο πολιτικο-ε



Γράφει η Μαρία Μητσοπούλου

Δεν ξέρουμε αν η κυβέρνηση έμαθε το μάθημά της από τις μεγάλες πυρκαγιές της τελευταίας εβδομάδας και κυρίως από αυτή της Εύβοιας, πάντως ο πολιτικο-επιχειρησιακός της σχεδιασμός κατέρρευσε, ξεπεράστηκε κατά πολύ από τα γεγονότα, και δεν της επέτρεψε τελικά να βγει νικητής στις συγκρίσεις με το «Μάτι» του ΣΥΡΙΖΑ, όπως φάνηκε πως υπολόγιζε.

Στον σχεδιασμό της κυβέρνησης, είτε αυτός είχε γίνει στην αρχή της αντιπυρικής περιόδου είτε τώρα,αποδείχτηκε ότι βάρυνε η πολιτική ανάγκη, ό,τι και να γίνει η κυβέρνηση να βγει κερδισμένη στις εντυπώσεις σε σχέση με τον Τσίπρα και την πολύνεκρη πυρκαγιά του Ιουλίου του 2018.

Το μάθημα εδώ όφειλε να είναι ότι οι πολιτικές ηγεσίες δεν καταρτίζουν τους σχεδιασμούς τους για σοβαρά ζητήματα με μπούσουλα τις ήττες του αντιπάλου τους ούτε με βάση μεμονωμένες και ειδικές περιπτώσεις, αλλά με βάση τις ανάγκες του τόπου. Εν προκειμένω μιλάμε για την αντιπυρική προστασία ως οργανωμένη άμυνα του κράτους και του κρατικού μηχανισμού έναντι των φυσικών καταστροφών με γνώμονα την προστασία των πολιτών -της ζωής, των περιουσιών τους – και του φυσικού περιβάλλοντος (χλωρίδα και πανίδα).

 


Η κυβέρνηση φάνηκε να έχει επενδύσει πολιτικά και επικοινωνιακά στο σχέδιο των εκκενώσεων με τον ίδιο το πρωθυπουργό να τονίζει ότι σημασία έχει η ανθρώπινη ζωή, διότι «τα σπίτια και τα δάση ξαναγίνονται». Με την πάροδο των 24ωρών, φάνηκε και η γύμνια του μηχανισμού: το «τα σπίτια και τα δάση ξαναγίνονται» συνοδεύτηκε και από το μήνυμα δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, όταν ο μηχανισμός (καταταλαίπωροι απ’ την υπερποσπάθεια πυροσβέστες και εθελοντές, υπέργηρα και ανεπαρκή σε αριθμό εναέρια μέσα, κλπ) είχε αρχίσει να εξαντλείται.

Ήδη από τη φωτιά της Βαρυμπόμπης ο κόσμος άρχιζε να εξοργίζεται με το κυβερνητικό αφήγημα που συνόδευε το σχέδιο των εκκενώσεων και που εμφανίστηκε χωρίς χρονοτριβή, εστίαζε δε στις συγκρίσεις με το Μάτι, πότε εμμέσως, πότε ευθέως: «εμείς δε σας κάψαμε όπως ο Τσίπρας στο Μάτι».

Αυτό που εξέλαβαν οι πολίτες είναι ότι η κυβέρνηση τέτοιες ώρες, σε μια πρωτοφανή καταστροφή για την Αττική όπου εμφανώς χάθηκε ο έλεγχος, είχε το μυαλό της στη μικροπολιτική, στην επικοινωνιακή διαχείριση, εί δυνατόν και στην κεφαλαιοποίηση των χειρισμών της που ανέμενε ότι θα αποδειχτούν ανώτεροι των χειρισμών των «κατσαπλιάδων» του ΣΥΡΙΖΑ. Με άλλα λόγια οι άνθρωποι ένιωσαν ότι η ανθρώπινη ζωή τέθηκε ως προτεραιότητα στη βάση κυνικών υπολογισμών, δηλαδή την αποφυγή πολιτικού κόστους.

Κι εκεί που το Μαξίμου περίμενε ότι οι πολίτες θα υποδεχτούν τα πεπραγμένα της με ευγνωμοσύνη, είδε να «πέφτει» ξύλο – ειδικά όταν μπήκε η Εύβοια στο «κάδρο». Δεν υπολόγισε την έκταση – δε μιλάμε για έναν και μόνο οικισμό αλλά για χιλιάδες στρέμματα γης, προάστια ή χωριά ολόκληρα όπου κάηκε ό,τι συνιστούσε ζωή πάνω τους – και την αγωνία χιλιάδων ανθρώπων για το πώς θα ζήσουν την επόμενη μέρα.

Στη συνέχεια ήρθε η κριτική του ερευνητή- δασολόγου, με εξειδίκευση στις δασικές πυρκαγιές Γαβριήλ Ξανθόπουλου, στο σχέδιο των «τυφλών» εκκενώσεων (και όχι μόνο, υποστηρίζοντας σε αδρές γραμμές ότι οι εκκενώσεις ως οριζόντιος σχεδιασμός – κι εκεί που χρειαζόταν αλλά και εκεί που δεν χρειαζόταν – επέτρεψε στη φωτιά να εξελιχθεί. «Όταν εκκενώνεις μετά χρειάζεται να φυλάξεις τα σπίτια. Δεν μπορείς να τα αφήσεις να καούν και όταν συμβεί αυτό αντί να κυνηγάς το μέτωπο, κυνηγάς τα σπίτια» (συνέντευξη στο ethnos.gr).

Στην Εύβοια πάντως δεν φάνηκε να συμβαίνει ούτε αυτό, αντιθέτως, όπως είδαμε όλες αυτές τις μέρες και στους τηλεοπτικούς δέκτες, οι άνθρωποι εκεί κατήγγειλαν ότι οι εκκενώσεις δεν συνοδεύτηκαν από προσπάθειες του μηχανισμού να σώσει σπίτια, ζώα, κτήματα, και ολόκληρα χωριά. Αντιθέτως, αυτό που αποκόμισαν οι χιλιάδες ξεσπιτωμένοι κάτοικοι ήταν ότι αφέθηκαν στη μοίρα τους, χωρίς επαρκή επίγεια και εναέρια μέσα πυρόσβεσης, και πως το μόνο σχέδιο ήταν η φωτιά να σβήσει στη θάλασσα.

Αναμενόμενα η κριτική του κ. Ξανθόπουλου «σηκώθηκε» στα σόσιαλ μήντια από τους οπαδούς της αξιωματικής αντιπολίτευσης και όχι μόνο. Όμως το δια ταύτα της παρατήρησης αυτής – ο ίδιος επισημαίνει τη σημασία του τοπικού στοιχείου και των δασοφυλάκων – είναι ότι ο μηχανισμός πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ελιχθεί ανάλογα με τις ιδιομορφίες της κάθε περιοχής. Για να συμβεί δε αυτό πρέπει να έχει προηγηθεί και μια τεράστια δουλειά υποδομής σε όλο το μήκος της αλυσίδας: τους φορείς του κρατικού μηχανισμού, τις τοπικές αρχές και τους κατοίκους, τόσο στο πεδίο της πρόληψης όσο και σε αυτό της αναχαίτισης-καταστολής της φωτιάς εφόσον αυτή ξεσπάσει.

Πολιτικά – και γνωρίζοντας προφανώς τις πραγματικές δυνατότητες του μηχανισμού, ελλείψει δε κάποιου δουλεμένου σχεδιασμού – η κυβέρνηση ενδεχομένως, δεν μπορούσε να ρισκάρει, δεν μπορούσε να κάνει πολύ διαφορετικά από το να διατάξει εκκενώσεις. Όμως μάλλον δύσκολα θα μπορούσε να της προσάψει κανείς πολλά πολλά:

-αν κρατούσε χαμηλό προφίλ,

-αν πέρα από τις εκκενώσεις διαφαινόταν ότι υπήρχε κάποιο στοιχειώδες έστω και σαφές σχέδιο ώστε – μέσα και από την σωστή αξιοποίηση των διαθέσιμων μέσων, ακόμη και με την οργανωμένη εμπλοκή ντόπιων που γνωρίζουν το τοπίο και τρόπους προστασίας – να σωθεί ό,τι σώζεται. Οι άνθρωποι στην Εύβοια, αυτές τις μέρες κατήγγειλαν μεταξύ άλλων ότι υπήρχαν διαχειρίσιμα μέτωπα που θα μπορούσαν να σωθούν αν υπήρχε βοήθεια, αντιθέτως κάηκαν κρίσιμοι πόροι αχρείαστα. Εξ ου και πολλοί επέλεξαν να μην πειθαρχήσουν στις οδηγίες της Πολιτείας, αλλά έμειναν στα μέτωπα για να σώσουν τα χωριά τους.

Το θέμα είναι ότι μόλις σβήσουν οι φωτιές, θα πάρει φωτιά η πολιτική αντιπαράθεση για τις ευθύνες.

Κάποια στιγμή θα σβήσει και αυτή η φωτιά και τότε ας ελπίσουμε να βρεθεί ένας κοινός τόπος – ήδη φαίνεται να αναγνωρίζεται πια ευρέως η αξία της πρόληψης – να τεθούν οι σωστές προτεραιότητες και να εισακουστούν οι ειδικοί και όσοι έχουν εμπειρία στο πεδίο.

topontiki
Σχόλια