1919: Η αποστολή του ελληνικού στρατού στην Ουκρανία

Το 1919, κατόπιν απόφασης του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου, το Ελληνικό Α’ Σώμα Στρατού (ΣΣ), με την ΙΙ και ΧΙΙΙ Μεραρχίες Πεζικού (ΜΠ) στάλθηκαν


Το 1919, κατόπιν απόφασης του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου, το Ελληνικό Α’ Σώμα Στρατού (ΣΣ), με την ΙΙ και ΧΙΙΙ Μεραρχίες Πεζικού (ΜΠ) στάλθηκαν στην τότε αποκαλούμενη Μεσημβρινή Ρωσία (Ουκρανία) για να πολεμήσουν κατά των Μπολσεβίκων, στο πλευρό γαλλικών, πολωνικών, ρουμανικών και Λευκών (φιλοτσαρικών) ρωσικών στρατευμάτων.

Οι ελληνικές δυνάμεις αποτέλεσαν τον όγκο των συμμαχικών δυνάμεων που έδρασαν στην Ουκρανία, καθώς οι λοιπές συμμαχικές δυνάμεις και ανεπαρκείς αριθμητικά ήταν και ποιοτικά υστερούσαν. Δυστυχώς οι ελληνικές δυνάμεις, σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις, τέθηκαν υπό γαλλική διοίκηση, με τραγικά αποτελέσματα. Η Μπερεζόφκα ήταν μια μικρή και παντελώς ασήμαντη κωμόπολη, χαμένη στην ουκρανική πεδιάδα, βορειοανατολικά της Οδησσού. Στην μεγάλη αυτή, πάλαι ποτέ, ελληνική μητρόπολη της Ουκρανίας είχαν αποβιβαστεί τα πρώτα ελληνικά στοιχεία, με προπομπό το περίφημο 34ο Σύνταγμα Πεζικού (ΣΠ) Πειραιώς, της ΙΙ Μεραρχίας Πεζικού (ΜΠ).

Ανατολικά της Μπερεζόφκα βρίσκονταν η κωμόπολη Κοσλόβκα και βόρεια αυτής το Βασιλίνοβο. Οι τρεις αυτοί, ασήμαντοι, κατά τα άλλα, κατοικημένοι τόποι βρίσκονταν ανάμεσα στα τενάγη των ποταμών Τιλιγκιούλ και Μπουγκ, σε μια υγρή και παγωμένη πεδιάδα. Η μόνη τους σημασία έγκειτο στο γεγονός ότι από αυτούς περνούσε η σιδηροδρομική γραμμή που συνέδεε την Οδησσό με την κεντρική Ρωσία.

Οι ελληνικές δυνάμεις θα υπάγονταν στην Συμμαχική Στρατιά του Δούναβη, έναν γαλλικής επινόησης σχηματισμό, που μόνο κατ΄ όνομα ήταν στρατιά. Επικεφαλής ήταν ο Γάλλος στρατηγός Μπερτελό (μέχρι την 4η Μαρτίου, οπότε αντικαταστάθηκε από τον στρατηγό Γκρατσιανί). Οι γαλλικές δυνάμεις της στρατιάς αυτής αποτελούνταν από την 1η Ομάδα Μεραρχιών (ΟΜ), με τις 30η Γαλλική Μεραρχία Πεζικού (διατέθηκε από τον Μάρτιο του 1919), την Γαλλική 16η Αποικιακή ΜΠ και στοιχεία της Γαλλικής 156ης Μεραρχία Πεζικού, γαλλικό σύνταγμα ιππικού (Κυνηγοί της Αφρικής), μια Πολωνική μεραρχία Ιππικού (ΜΙ), δύο μοίρες βαρέως πυροβολικού και τρεις μοίρες αεροπλάνων. Στην στρατιά υπάγονταν επίσης και η Βρετανική 27η Μεραρχία Πεζικού. Διοικητής της 1ης Ομάδας Μεραρχιών, υπό τις διαταγές της οποίας θα πολεμούσαν οι ελληνικές δυνάμεις, ήταν ο Γάλλος στρατηγός Ντ΄ Ανσέλμ.
1919: Η πορεία προς τη μάχη

Το βασικό πρόβλημα όμως των γαλλικών αυτών δυνάμεων ήταν ότι ουσιαστικά δεν υπήρχαν! Μετά το πέρας του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η γαλλική κοινή γνώμη ήταν ενάντια σε κάθε μορφή στρατιωτικής επέμβασης, ενώ οι Γάλλοι στρατιώτες το μόνο που επιθυμούσαν ήταν να αποστρατευτούν. Έτσι οι εν λόγω γαλλικές μεραρχίες, έχοντας αποστρατεύσει το μεγαλύτερο μέρος των ανδρών τους, δεν ήταν παρά μεραρχίες-φαντάσματα, που παρέτασαν συντάγματα μεγέθους τάγματος, τάγματα μεγέθους λόχου και λόχους μεγέθους διμοιριών.

Παρόμοια δε ήταν και η κατάσταση των λοιπών συμμαχικών δυνάμεων, πολωνικών και ρουμανικών, αλλά και των αντιμπολσεβικικών ρωσικών δυνάμεων. Υπό αυτές τις συνθήκες το Ελληνικό Α’ Σώμα Στρατού αποτελούσε, με τις δύο πλήρεις σχεδόν μεραρχίες του (η Ι Μεραρχία Πεζικού παρέμεινε στην Ελλάδα) όχι μόνο το πλέον αξιόμαχο τμήμα των συμμαχικών δυνάμεων, αλλά και το πολυαριθμότερο, παρατάσσοντας περί τους 23.500 άνδρες.

Οι ελληνικές δυνάμεις άρχισαν να αποβιβάζονται στην Οδησσό τον Ιανουάριο του 1919. Πρώτο αφίχθη το 34ο Σώμα Πεζικού (ΣΜ). Ακολούθησε το 7ο ΣΠ και το 1ο ΣΠ. Το 34ο Σώμα Πεζικού, με την άφιξή του στην Οδησσό, τέθηκε υπό διοίκηση της Γαλλικής 156ης Μεραρχίας Πεζικού, υπό τον στρατηγό Μποριούς. Η πρώτη μονάδα που αποβιβάστηκε στην Οδησσό, την 8η Ιανουαρίου, ήταν το ΙΙ/34 Τάγμα. Το Ι/34 Τάγμα αποβιβάστηκε αργότερα και στάλθηκε στη Χερσώνα. Το ΙΙΙ/34 Τάγμα αφίχθη μόλις στις 6 Φεβρουαρίου στην Οδησσό και ανέλαβε την άμυνα της πόλης, αντικαθιστώντας το ΙΙ/34 Τάγμα που στάλθηκε στην Μπερεζόφκα.

Το μεσημέρι της 7ης Φεβρουαρίου ο διοικητής του 34ου ΣΠ, συνταγματάρχης Πέτρος Καρακασώνης, έλαβε διαταγή της 1ης ΟΜ, με την οποία συγκροτείτο μικτό απόσπασμα αποτελούμενο από το ΙΙ/34 Τάγματος (μείον Ουλαμού του 7ου Λόχου και ομάδος πολυβόλων), υπό τη διοίκηση του ταγματάρχη Παναγιώτη Μακρή, ενός Τάγματος Ζουάβων του 1ου Γαλλικού Συντάγματος Μετόπισθεν Αφρικής, ενός ουλαμού γαλλικού ιππικού του 4ου Συντάγματος Κυνηγών Αφρικής, δύο ιλών Ρώσων εθελοντών, μιας γαλλικής πεδινής πυροβολαρχίας, ενός γαλλικού ουλαμού ορειβατικού πυροβολικού των 65mm, ενός γαλλικού ουλαμού ορειβατικού πυροβολικού των 75mm και πέντε αρμάτων μάχης τύπου FT-17.

Το πλεονέκτημα στους Μπολσεβίκους

Στόχος της γαλλικής διοίκησης ήταν η ανάπτυξη ενός δικτύου προφυλακών γύρω από την Οδησσό, η οποία αποτελούσε την κύρια βάση των συμμαχικών δυνάμεων. Ελλείψει όμως επαρκών δυνάμεων, η γαλλική διοίκηση αποφάσισε την εγκατάσταση αποσπασμάτων σε σιδηροδρομικούς κόμβους. Η τακτική αυτή είχε όμως το μειονέκτημα ότι άφηνε τεράστια περιθώρια ελιγμών στους Μπολσεβίκους, οι οποίοι, χάρη στο πολυάριθμο ιππικό τους, μπορούσαν με ευκολία να παρακάμψουν τα συμμαχικά φυλάκια. Παράλληλα καθιστούσε τα απομακρυσμένα αυτά και αδύνατον να αλληλοϋποστηριχτούν μεταξύ τους, συμμαχικά σημεία στηρίγματος, στόχους για την εξαπόλυση συντριπτικών επιθέσεων εναντίον τους.

Το απόσπασμα που συγκροτήθηκε τελικά, τέθηκε υπό τις διαταγές του Γάλλου αντισυνταγματάρχη Geay, και διατάχθηκε να αναχωρήσει σιδηροδρομικώς στις 18.00 της 6ης Φεβρουαρίου με προορισμό την Κολοσόφκα, 110 χλμ. βορειοανατολικά της Οδησσού. Η ακριβής αποστολή του αποσπάσματος δεν ήταν γνωστή στους Έλληνες. Το απόσπασμα αναχώρησε τελικά στις 20.30 και έφθασε στην Μπερεζόφκα όπου, κατόπιν διαταγής του αντισυνταγματάρχη Geay, παρέμειναν ό 6/34 Λόχος, υπό τον υπολοχαγό Κωνσταντίνο Παπαζαχαρίου, ένας γαλλικός λόχος Ζουάβων (δυνάμεως διμοιρίας περίπου) και οι δύο γαλλικοί ουλαμοί ορειβατικού πυροβολικού, με αποστολή την φρούρηση της πόλης.

Επίσης μια διμοιρία του ελληνικού 11/34 Λόχου Πολυβόλων, εγκαταστάθηκε στον σιδηροδρομικό σταθμό, με αποστολή την φρούρησή του. Το υπόλοιπο του αποσπάσματος συνέχισε σιδηροδρομικώς την κίνησή του και έφθασε αυθημερόν στο Βασιλίνοβο, βόρεια της Μπερεζόφκα, όπου εγκατέστησε γραμμή προφυλακών. Το απόσπασμα του Γάλλου αντισυνταγματάρχη Geay παρέμεινε στο Βασιλίνοβο μέχρι τις 20 Φεβρουαρίου, χωρίς να ενοχληθεί από τους Μπολσεβίκους. Το πρωί της 21 Φεβρουαρίου, όμως, ομάδα Ελλήνων αξιωματικών, εντόπισε, σε απόσταση μερικών χιλιομέτρων, ισχυρή δύναμη εχθρικού ιππικού.
Προς την σύγκρουση

Την επομένη στοιχεία εχθρικού πεζικού επιτέθηκαν, μετά από προπαρασκευή πυροβολικού, στην αριστερή πτέρυγα της γραμμής προφυλακών του αποσπάσματος. Η επίθεση αποκρούστηκε από το γαλλικό πυροβολικό και τα άρματα μάχης. Μετά το επεισόδιο αυτό το συμμαχικό απόσπασμα παρέμεινε στο Βασιλίνοβο, χωρίς περαιτέρω ενόχληση από τον εχθρό, μέχρι τις 25 Φεβρουαρίου.

Στο μεταξύ οι συμμαχικές δυνάμεις είχαν υποχρεωθεί να εγκαταλείψουν, μετά από ηρωική μάχη των εκεί ελληνικών δυνάμεων, την Χερσώνα. Μετά την εγκατάλειψη της Χερσώνας (25 Φεβρουαρίου) και την επικείμενη εκκένωση και της πόλης του Νικολάγιεφ, το απόσπασμα Geay, με διαταγή της Ομάδας Μεραρχιών, αποσύρθηκε, την 26 Φεβρουαρίου από το Βασιλίνοβο και έλαβε θέσεις στην Μπερεζόφκα.

Το ΙΙ/34 Τάγμα ανέλαβε την κάλυψη της πόλης, αναπτυσσόμενο επί των ανατολικά τις σιδηροδρομικής γραμμής υψωμάτων. Δυτικά της σιδηροδρομικής γραμμής τάχθηκε ένας λόχος Ζουάβων. Ο γαλλικός ουλαμός ιππικού κάλυπτε την συμμαχική διάταξη, την οποία υποστήριζαν οι γαλλικές πυροβολαρχίες και τα πέντε ελαφρά άρματα μάχης. Εφεδρεία του αποσπάσματος αποτελούσε ένα μικρό τμήμα Ζουάβων. Την ίδια ώρα οι Μπολσεβίκοι είχαν αρχίσει να συγκεντρώνουν τρεις στρατιές τους στην Ουκρανία, συνολικής δύναμης άνω των 210.000 ανδρών.

Η Γαλλική διοίκηση, έχοντας πληροφορίες για την προς Νότο καθόδου των δυνάμεων των Ερυθρών, και επιθυμώντας να ανακόψει την προέλασή τους, όσο το δυνατό πιο μακριά από την Οδησσό, αποφάσισε την ενίσχυση του αποσπάσματος Μπεροζόβκας, διαθέτοντας, για τον σκοπό αυτό, το ΙΙΙ/1 Τάγμα, δυνάμεως 21 αξιωματικών και 676 οπλιτών υπό τον ταγματάρχη Νικόλαο Βρατσάνο, το οποίο είχε αφιχθεί στην Οδησσό στις 25 Φεβρουαρίου.
Ανησυχητικά σημάδια

Το Τάγμα αυτό αναχώρησε στις 27 Φεβρουαρίου, σιδηροδρομικώς και έφτασε την επομένη στην Μπερεζόφκα, αντικαθιστώντας τον λόχο των Ζουαβών, αναλαμβάνοντας την άμυνα στον δυτικό τομέα της πόλης. Ο 9/1 (λοχαγός Διον. Παπαδόγκωνας) και ο 10/1 (λοχαγός Γεώργιος Κατσούλης) Λόχοι, εγκαταστάθηκαν από της δυτικά της πόλης οδού, μέχρι του νεκροταφείου.

Ο λόχος των Ζουάβων τάχθηκε στο κέντρο της διάταξης, συνδέοντας τα δύο ελληνικά τάγματα. 11/1 λόχος (λοχαγός Νικόλαος Βαμβακόπουλος), αποτέλεσε την εφεδρεία. Παράλληλα άλλα τμήματα του 1ου ΣΠ αναπτύχθηκαν νοτιοανατολικά της πόλης, με σκοπό να καλύψουν τις οδεύσεις από Νικολάγιεφ. Τα τμήματα αυτά δεν ενεπλάκησαν όμως στη μάχη της Μπερεζόφκα.

Στις 2 Μαρτίου η γαλλική διοίκηση αποφάσισε την περαιτέρω ενίσχυση των δυνάμεων της Μπερεζόφκα, αποστέλλοντας εκεί τη διοίκηση του 1ου Σώματος Πεζικού (αντισυνταγματάρχης Νικόλαος Ρόκας), μαζί με το Ι/1 Τάγμα, μείον λόχου. Το Τάγμα παρέτασσε συνολικά 603 άνδρες. Οι δυνάμεις αυτές αναχώρησαν το βράδυ της 2ας Μαρτίου από την Οδησσό.
Την 3η Μαρτίου ο Γάλλος αποσπαματάρχης αποφάσισε να ενεργήσει αναγνώριση σε βάθος για να διαπιστώσει τις θέσεις και να εξακριβώσει τις προθέσεις των Μπολσεβίκων. Έτσι σχημάτισε εκ των ενόντων ένα απόσπασμα, αποτελούμενο από τον ελληνικό 11/1 Λόχο, ενισχυμένο με δύο πολυβόλα, υπό τον λοχαγό Βαμβακόπουλο, τριών διμοιριών Ζουάβων ενός ουλαμού γαλλικού ορειβατικού πυροβολικού και αριθμού Γάλλων και Ρώσων ιππέων. Το απόσπασμα αυτό, τέθηκε υπό τη διοίκηση του Γάλλου ταγματάρχη Ζεϊρέ με αποστολή την εκτέλεση αναγνώρισης προς Κολοσόφκα.
Οι Ζουάβοι αποσύρονται

Όμως οι Ζουάβοι, αρνήθηκαν να κινηθούν και αποσύρθηκαν στην Μπερεζόφκα, χωρίς οι διοικητές τους να κατορθώσουν να επιβάλουν το κύρος τους επ’ αυτών. Η υπόλοιπη δύναμη κινήθηκε από τις 07.00 προς Κολοσόφκα, ακολουθώντας πορεία μεταξύ της σιδηροδρομικής γραμμής και της κύριας αμαξιτής οδού, με θερμοκρασία 25 βαθμών υπό τo μηδέν. Αφού προχώρησαν σε απόσταση τριών χιλιομέτρων από την Μπερεζόφκα, οι Ρώσοι ιππείς που δρούσαν ως προπομποί του αποσπάσματος ανέφεραν την εμφάνιση ισχυρών μπολσεβικικών δυνάμεων, υποστηριζόμενων από εφοδιασμένους με πυροβόλα συρμούς.

Λίγα λεπτά αργότερα το απόσπασμα δέχτηκε πυρά πολυβόλων και πυροβόλων των εχθρών, από απόσταση 2 χλμ. Παρόλα αυτά το απόσπασμα συνέχισε την κίνησή του και αναπτύχθηκε σε απόσταση 500 μέτρων από τον σιδηροδρομικό σταθμό της Κολοσόφκα και απάντησε στα εχθρικά πυρά. Ο υποστηρίζων το απόσπασμα γαλλικός ουλαμός πυροβολικού, αφού έβαλλε 15 βολές, εγκατέλειψε τον ελληνικό λόχο και υποχώρησε στην Μπερεζόφκα.

Ο 11/2 Λόχος, υποστηριζόμενος μόνο από δύο πολυβόλα, παρέμεινε, παρόλα αυτά, στις καταληφθείσες θέσεις, για πολλές ώρες. Υποχώρησε δε μόνο αφού έλαβε διαταγή και επέστρεψε στην Μπερεζόφκα, αφήνοντας πίσω δύο νεκρούς. Άλλοι δύο Έλληνες μαχητές τραυματίστηκαν και διακομίστηκαν. Την ώρα που συνέβαιναν αυτά έφτανε στην Μπερεζόφκα η διοίκηση του 1ου Σώματος Πεζικού, μαζί με το Ι/1 Τάγμα.

Αμέσως μόλις αφίχθη στην Μπερεζόφκα, ο διοικητής του 1ου Σώματος Πεζικού Νικόλαος Ρόκας, ήρθε σε επαφή με τον Γάλλο επικεφαλής, αντισυνταγματάρχη Geay, προκειμένου να ενημερωθεί από αυτόν και να αναλάβει τη διοίκηση, εφόσον ήταν επικεφαλής του ισχυρότερου συμμαχικού αποσπάσματος. Ήδη οι ελληνικές δυνάμεις στην Μπερεζόφκα ανερχόταν σε τρία τάγματα με συνολική δύναμη 1.900 περίπου ανδρών, έναντι μόλις 600 Γάλλων και Ρώσων. Κάτι τέτοιο όμως, δυστυχώς, δεν συνέβη και ο ανεπαρκής, όπως αποδείχτηκε, Geay, συνέχισε να διοικεί το απόσπασμα Μπερεζόφκα.
Προς την καταστροφή

Η πρώτη διαταγή του Geay ήταν τα νεοαφιχθέντα ελληνικά τμήματα να αναπτυχθούν στο αριστερό της παράταξης, αντικαθιστώντας τα γαλλικά τμήματα. Ο Ρόκας συμφώνησε, αλλά λόγω της προχωρημένης ώρας και της εγγύτητας του εχθρού, αποφασίστηκε η αντικατάσταση των γαλλικών τμημάτων γίνει την επομένη. Ωστόσο ο διοικητής του 34ου Σώματος Πεζικού, αναφέρει, στα απομνημονεύματά του, ότι ο 3/1 Λόχος, αναπτύχθηκε άμεσα στο άκρο δεξιό της παράταξης, δεξιά του ΙΙ/34 Τάγματος. Ο διοικητής του 1ου Σώματος Πεζικού, μαζί με τον διοικητή του ΙΙ/34 Τάγματος, ταγματάρχη Μακρή, προέβησαν σε αναγνώριση της αμυντικής γραμμής, διαπιστώνοντας ότι το ανάπτυγμά της ξεπερνούσε τα 8 χλμ.

Σε λίγο έπεσε η νύκτα επιτείνοντας το δριμύ ψύχος. Η θερμοκρασία εκείνο το βράδυ έπεσε στους -28 βαθμούς Κελσίου. Ξαφνικά, γύρω στις 20.00 οι παρατηρητές ανέφεραν ότι εχθρικός συρμός πλησίαζε με ταχύτητα τον σιδηροδρομικό σταθμό της Μπερεζόφκα. Τα ελληνικά τμήματα άνοιξαν πυρ κατά του ενός, όπως αποδείχτηκε, υδροφόρου σιδηροδρομικού οχήματος, το οποίο είχε αφεθεί από τους Μπολσεβίκους να κυλήσει προς την Μπερεζόφκα, για να διαπιστωθεί αν οι συμμαχικές δυνάμεις είχαν καταστρέψει την σιδηροδρομική γραμμή, βόρεια της πόλης.

Το γεγονός αυτό είχε ιδιαίτερη σημασία γιατί ο Geay είχε διαβεβαιώσει τον Ρόκα ότι τα γαλλικά τμήματα είχαν καταστρέψει την σιδηροδρομική γραμμή, 2 χλμ. βόρεια της Μπερεζόφκα. Η καταστροφή όμως, όπως προφανώς αποδείχτηκε, δεν είχε εκτελεστεί. Έτσι οι Μπολσεβίκοι ήταν σε θέση, όχι μόνο να πλησιάσουν την συμμαχική περίμετρο και να την πλήξουν από κοντινή απόσταση με τα πυροβόλα των αμαξοστοιχιών τους, αλλά και να μεταφέρουν τμήματα πεζικού τους κυριολεκτικά μέχρι τις παρυφές της συμμαχικής αμυντικής τοποθεσίας.

Γράφει ο Παντελής Καρύκας
slpress




Σχόλια