Είναι τα γενετικώς τροποποιημένα φυτά ασφαλή για την υγεία του καταναλωτή;

Πριν ένα φάρμακο κυκλοφορήσει στην αγορά, υπόκειται σε εξαντλητικές και μακροχρόνιες δοκιμές όχι μόνο ως προς την αποτελεσματικότητά του, αλλά και ως


Πριν ένα φάρμακο κυκλοφορήσει στην αγορά, υπόκειται σε εξαντλητικές και μακροχρόνιες δοκιμές όχι μόνο ως προς την αποτελεσματικότητά του, αλλά και ως προς τις ενδεχόμενες παρενέργειες. Ο στόχος είναι να βρεθεί η χρυσή τομή, δηλαδή εκείνη η δόση που θα έχει μεν θεραπευτικό αποτέλεσμα χωρίς να “στείλει” τον ασθενή. Και αυτό επειδή όλα τα φάρ­μακα σε μεγάλες δόσεις είναι δηλητήρια. Η συνιστώμενη δόση είναι ένας συμβιβασμός μεταξύ θεραπευτικής ενέργειας και τοξικής παρενέργειας.


Οι δοκιμές ως προς την ασφάλεια της δόσης δεν είναι μόνον εργαστηρια­κές, σε πειραματόζωα, αλλά και κλινικές, σε εθελοντές ασθενείς. Πολλές φορές οι προκαταρκτικές δοκιμές δεν είναι αρκετά εξονυχιστικές, όπως αποδεικνύει η εκ των υστέρων απόσυρση κάποιων σκευασμάτων. Θυ­μηθείτε τη θαλιδομίδη και τα τραγικά της αποτελέσματα. Ωστόσο, οι φαρμακευτικές εταιρείες και οι υπεύθυνοι για την έγκριση κυβερνητικοί οργανισμοί έχουν μια δικαιολογία για την πρόωρη, ίσως, απελευθέρωση του φαρμάκου στην αγορά: τον αδημονούντα και απελπισμένο ασθενή.

Οι φιλύποπτοι θα αντιτείνουν ότι το οικονομικό κέρδος των εταιρειών αποτελεί μια ισχυρή και ίσως ανυπέρβλητη δύναμη, που μπορεί να παρακάμψει τους ελέγχους ή να παραπλανήσει (και ενίοτε δελεάσει) τους ελεγκτές. Ας δεχτούμε όμως ότι ζούμε σε κοινωνία αγγέλων και ας προ­χωρήσουμε στο επόμενο ερώτημα: χρειάζεται να υποστούν ανάλογους ελέγχους τα γενετικώς τροποποιημένα φυτά πριν πάρουν το δρόμο για το πιάτο του καταναλωτή; Οι τέσσερεις από τις πέντε μεγαλύτερες εταιρείες παραγωγής και εμπορίας σπόρων γενετικά τροποποιημένων φυτών έχουν την έδρα τους στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου πρακτικά δεν υπάρχει συσκευασμένη τροφή που να μην περιέχει κάποιο συστατικό από τα φυτά αυτά.

Οι εται­ρείες είναι υποχρεωμένες να παραδώσουν στο κρατικό γραφείο ελέγχου τροφίμων και φαρμάκων πρωτόκολλα δοκιμών που να εξασφαλίζουν, σύμφωνα με τον αμερικανικό νόμο, ότι το προϊόν είναι ασφαλές για την υγεία του καταναλωτή. Οι έλεγχοι, που γίνονται από τις ίδιες τις εταιρεί­ες, περιλαμβάνουν τη διατροφή πειραματόζωων με το προϊόν επί τρίμηνο και επίσης την εργαστηριακή εξακρίβωση ότι οι περιεχόμενες στο βρώ­σιμο μέρος ουσίες «δεν διαφέρουν σημαντικά» από τις αντίστοιχες φυτών του ίδιου είδους που δεν έχουν υποστεί γενετική τροποποίηση.

Επειδή σε μερικές περιπτώσεις ανιχνεύτηκαν στα προϊόντα αυτά αλλεργιογόνα (με συνέπεια τα προϊόντα να αποσυρθούν από την αγορά, εκ των υστέρων), ο έλεγχος εστιάζεται ιδιαίτερα σε αυτό το σημείο. Το Γραφείο Τροφί­μων και Φαρμάκων των IIΠ Α μπορεί, πριν δώσει άδεια για τη διάθεση των σπόρων στους καλλιεργητές, να προβεί σε δικούς του ανεξάρτητους ελέγχους προς επιβεβαίωση των ισχυρισμών της εταιρείας.

Με καλή διάθεση, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι οι έλεγχοι αυτοί εξασφαλίζουν τον καταναλωτή. Εξάλλου, δεν απαιτείται τέτοια εξο­νυχιστική έρευνα για την εισαγωγή στην κατανάλωση προϊόντων από ποικιλίες που έχουν προέλθει με τον παραδοσιακό τρόπο. Τα γενετικώς τροποποιημένα υφίστανται -δικαίως- τον έλεγχο αυτό, μια και για να παραχθούν οι μεταλλαγμένοι σπόροι μεσολαβεί μια εξαιρετικά αφύσι­κη και περίπλοκη εργαστηριακή διαδικασία: γονίδια μετακινούνται από βακτήρια σε δοκιμαστικούς σωλήνες, από εκεί σε πλασμίδια άλλων βα­κτηρίων και πάλι σε τρίτα βακτήρια, για να καταλήξουν στο τέλος σε κάποιο σημείο του γονιδιώματος του προς τροποποίηση φυτού. Τα ξένα αυτά σώματα, τα οποία θα του προσδώσουν μεν κάποιον επιθυμητό χα­ρακτήρα, ενδέχεται να αποσταθεροποιήσουν την ομαλή λειτουργία του.




Ωστόσο, η αξιοπιστία των ελέγχων βάλλεται από διάφορες πλευρές.

Κάποιοι υποστηρίζουν ότι οι τρεις μήνες δοκιμών σε ποντίκια δεν είναι επαρκείς, όταν οι άνθρωποι θα καταναλώνουν τις τροφές αυτές για μια ζωή. Στην επιστημονική βιβλιογραφία υπάρχουν ανεξάρτητες μελέτες που υποδεικνύουν ότι η μακροχρόνια, έως και δύο έτη (αντί για τους τρεις μήνες που ο νόμος υποχρεώνει τις εταιρείες) κατανάλωση γενετικά τροποποιημένων τροφών από ποντίκια έχει δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία τους. Επίσης, ότι η διατύπωση του νόμου πως τα μεταλλαγμένα και τα φυσικά δεν πρέπει να διαφέρουν σημαντικά» ως προς τη χημική σύ­σταση, είναι πολύ γενική και αόριστη και αφήνει τόσο στις εταιρείες όσο και στους ελεγκτικούς μηχανισμούς ευρέα περιθώρια ανεκτικότητας ως προς την επιτρεπτή αδιάφορά». Τέλος, οι πολέμιοι των μεταλλαγμένων θεωρούν από ύποπτο έως τουλάχιστον άκομψο το γεγονός ότι πολλά στε­λέχη των ιδιωτικών βιοτεχνολογικών εταιρειών μεταπηδούν σε καίριες θέσεις του κρατικού γραφείου τροφίμων και φαρμάκων, και αντιστρόφως.

Οι υπέρμαχοι των μεταλλαγμένων όμως, τόσο στην επιστημονική όσο και στην επιχειρηματική κοινότητα, έχουν ένα ατράνταχτο επιχείρημα: η υγεία του μέσου Αμερικανού πολίτη δεν φαίνεται να έχει διαταραχθεί, στα είκοσι περίπου χρόνια που καταναλώνει γενετικός τροποποιημένα προϊόντα. Επιχείρημα εξίσου άκομψο, νομίζω, μια και ουσιαστικά μας λέγουν κατάμουτρα ότι έκαναν ένα τεράστιας εμβέλειας πείραμα στου κασίδη το κεφάλι. Έπειτα διαπίστωσαν ότι οι Αμερικανοί δεν πεθαίνουν σαν τις μύγες, και άρα μπορούν να συνεχίσουν ανενόχλητοι.

Ένας άλλος κίνδυνος για την ανθρώπινη υγεία που συζητείται αρκετά, έχει να κάνει με μια «παρενέργεια», ούτως ειπείν, της μεθόδου για την εισαγωγή ξένων γονιδίων στους οργανισμούς. Όπως αναφέρεται και στο πορτρέτο του Arabidopsis thaliana, η εισαγωγή ξένου γονιδίου σε κύττα­ρα είναι ένας πυροβολισμός στο σκοτάδι. Σε κάποια από αυτά το γονίδιο θα ενσωματωθεί στο DNA, σε κάποια άλλα όμως η ενσωμάτωση θα αποτύχει. Για να αυξηθούν οι πιθανότητες της ενσωμάτωσης, το προς μετα­φοράν γονίδιο φορτώνεται σε ένα βακτηριακό πλασμίδιο.

Ο λόγος είναι ότι τα πλασμίδια διαθέτουν από τη φύση τους μηχανισμούς που διευκολύ­νουν το γονίδιο να βρει τον δρόμο του προς το γονιδίωμα. Και πάλι όμως η επιτυχία δεν είναι εξασφαλισμένη και πολλά κύτταρα του δέκτη θα αρνηθούν την προσφορά. Αν, παραδείγματος χάριν, βομβαρδίσουμε σπό­ρους με πλασμίδια, κάποιοι θα τα δεχτούν και κάποιοι όχι. Ο πιο απλός τρόπος να διακρίνουμε τους μεταλλαγμένους από τους άθικτους, είναι να αφήσουμε τους σπόρους να φυτρώσουν και να ελέγξουμε αν τα παρα- γόμενα ώριμα φυτά έχουν την επιθυμητή ιδιότητα.

Αυτό απαιτεί χώρο, χρόνο και χρήμα. Και τα τρία εξοικονομούνται αν εκμεταλλευτούμε μια ακόμη φυσική ιδιότητα των πλασμιδίων: πολλά από αυτά, όπως προανα- φέραμε, περιέχουν γονίδια αντοχής στα αντιβιοτικά. Στους σπόρους λοι­πόν που η μεταβίβαση του φορτωμένου επιθυμητού γονιδίου έγινε επι- τυχώς, έχει επίσης μεταβιβαστεί αναπόφευκτα και το γονίδιο αντοχής στα αντιβιοτικά. Μπορούμε λοιπόν στα γρήγορα να συν-καλλιεργήσουμε τους σπόρους με βακτήρια, προσθέτοντας και το κατάλληλο αντιβιοτικό.

Σε εκείνες τις καλλιέργειες όπου τα βακτήρια θα αναπτύξουν αποικίες, η τροποποίηση των σπόρων υπήρξε επιτυχής. Ωστόσο, το φυτό που θα αναπτυχθεί (και στη συνέχεια θα καταναλώσουμε) θα περιέχει (ως παρά­δειγμα) πενικιλινάση, ένα ένζυμο που διασπά την πενικιλίνη. Μικρό το κακό, μια και το ένζυμο θα διασπαστεί στον πεπτικό μας σωλήνα και δεν θα εμπλακεί στη δράση της πενικιλίνης, που ενδεχομένως χρειαστεί να πάρουμε. Ωστόσο, ο κίνδυνος να περάσει το γονίδιο αυτό στα βακτήρια της φυσιολογικής εντερικής χλωρίδας δεν είναι αμελητέος. Ούτε αυτό μας πειράζει, τα βακτήρια αυτά τα χρειαζόμαστε για να παράγουν απα­ραίτητες βιταμίνες και δεν θα σκεφτόμασταν ποτέ να τα εξολοθρεύσουμε. Τα προβλήματα αρχίζουν από τη στιγμή που το επίμαχο γονίδιο θα περάσει από τα ωφέλιμα σε παθογόνα βακτηριακά στελέχη και θα τα κα­ταστήσει ανθεκτικά στην αντιβίωση. «Και πού υπάρχει το πρόβλημα:», θα αναρωτηθούν οι αθεράπευτα αισιόδοξοι υπέρμαχοι της τεχνολογικής προόδου, «η χημεία θα παρασκευάσει ένα νέο ισχυρότερο αντιβιοτικό».

Οι σκεπτικιστές και αιρετικοί θα αναρωτηθούν αν όλα αυτά είναι, τελι­κός, αναγκαία.
Τα φάρμακα απευθύνονται στο μέρος του πληθυσμού που ασθενεί, είναι σχετικά καλά ελεγμένα, δίνονται μετά από ιατρική συμβουλή και διατί­θενται (κατά κανόνα) από φαρμακεία. Σε τελευταία ανάλυση, ο μεν βα­ριά ασθενής κάνει τους συμβιβασμούς του, ο δε ελαφρά ασθενής μπορεί και να τα αρνηΟεί. Τα τρόφιμα αφορούν το σύνολο του πληθυσμού. Ακόμα και αν δεχτούμε ότι αυτά που προέρχονται από γενετικός τροποποιημέ­να φυτά είναι απολύτως ασφαλή, αναμφισβήτητα έχουμε το δικαίωμα να επιλέξουμε την προέλευση της τροφής μας. Στις Ηνωμένες Πολιτείες η προέλευση αυτή δεν αναγράφεται στη συσκευασία.

Πηγή: Γιάννης Μανέτας – Περί φυτών αφηγήματα. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης

antikleidi.com


Σχόλια