Ένας εύθραυστος κόσμος – Έκρηξη και ένδεια γεννήσεων: Οι ρυθμοί γεννήσεων στα διάφορα κράτη ποικίλουν σημαντικά

Ένας εύθραυστος κόσμος – Έκρηξη και ένδεια γεννήσεων: Οι ρυθμοί γεννήσεων στα διάφορα κράτη ποικίλουν σημαντικά Ενενήντα ένα (91) κράτη δεν «παράγουν» αρκετά παιδιά για να διατηρούν τους τρέχοντες πληθυσμούς τους, ενώ το αντίθετο ισχύει για 104 χώρες όπου οι ρυθμοί γέννησης οδηγούν τους πληθυσμούς σε αύξηση, σύμφωνα με μια νέα επιστημονική μελέτη. Οι συντελεστές γενικής γονιμότητας (Total Fertility Rates ή TFR) [1], ένα άθροισμα μετρήσεων που αντιπροσωπεύει τον μέσο όρο των παιδιών που θα μπορούσε να γεννήσει μια γυναίκα κατά τη διάρκεια της ζωής της, έχουν μειωθεί από το 1950. Το 2017, ο χαμηλότερος TFR, υπήρξε στην Κύπρο, όπου κατά μέσο όρο, μια γυναίκα θα γεννούσε ένα παιδί κατά τη διάρκεια της ζωής της, σε αντίθεση με τον υψηλότερο στο Νίγηρα, όπου μια γυναίκα θα γεννούσε επτά παιδιά. Μαζί με το Νίγηρα, το Μάλι, το Τσαντ και το Νότιο Σουδάν ήταν μεταξύ των 104 χωρών με ρυθμούς γεννητικότητας που υπερβαίνουν τις δυο γεννήσεις ανά γυναίκα, σε σύγκριση με τις 91 χώρες, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται η Σιγκαπούρη, η Πορτογαλία, μαζί με την Κύπρο, με συντελεστή χαμηλότερο από δυο. Η συγκεκριμένη στατιστική αναπαριστάνει ταυτόχρονα τόσο μια έκρηξη γεννήσεων για ορισμένα έθνη, όσο και μια ένδεια γεννήσεων για ορισμένα άλλα, σύμφωνα με τον Dr. Christopher Murray, διευθυντή του Ινστιτούτου Μέτρησης και Αξιολόγησης της Υγείας, του Πανεπιστημίου της Washington στο Seattle (Institute for Health Metrics and Evaluation ή IHME). «Οι χαμηλότεροι ρυθμοί γεννητικότητας των γυναικών αντανακλούν σαφώς όχι μόνο πρόσβαση σε υπηρεσίες και διαθεσιμότητα υπηρεσιών αναπαραγωγικής υγείας, αλλά επίσης το ότι πολλές γυναίκες επιλέγουν να καθυστερούν ή να απέχουν από τη γέννηση παιδιού, καθώς και ότι έχουν περισσότερες ευκαιρίες για εκπαίδευση και εργασία». Τα ευρήματα περιλαμβάνονται στην ετήσια μελέτη για την Παγκόσμια Επιβάρυνση της Ασθένειας (Global Burden of Disease ή GBD), για την οποία συνεισέφεραν 3676 συνεργάτες από 146 χώρες και περιοχές. Η μελέτη αυτής της χρονιάς περιλαμβάνει περισσότερες από 38 δισεκατομμύρια εκτιμήσεις 359 ασθενειών και τραυματισμών και 84 παράγοντες κινδύνου σε 159 χώρες και περιοχές. Αυτή η έκδοση της μελέτης GBD που δημοσιεύθηκε στο διεθνές ιατρικό περιοδικό The Lancet, σηματοδοτεί την πρώτη φορά που η μελέτη παρήγαγε εκτιμήσεις σε πληθυσμό και γονιμότητα. Ο παγκόσμιος πληθυσμός αυξήθηκε κατά 197% από το 1950, από 2,6 δισεκατομμύρια σε 7,6 δισεκατομμύρια το 2017. «Από ότι γνωρίζουμε, αυτή είναι η πρώτη μελέτη που παρέχει ξεκάθαρες και αναπαραγόμενες εκτιμήσεις πληθυσμού και γονιμότητας που μπορεί να χρησιμοποιηθούν για να ενημερώσουν για τη λήψη αποφάσεων και την παρακολούθηση της οικονομικής προόδου των κρατών», αναφέρει ο Murray. «Παρόλο που οι συντελεστές γενικής γονιμότητας μειώνονται, ο παγκόσμιος πληθυσμός συνεχίζει να αυξάνεται καθώς οι ρυθμοί θανάτου μειώνονται και λόγω της δυναμικής του πληθυσμού σε προηγούμενες δεκαετίες». Από το 2007 μέχρι το 2017, ο παγκόσμιος πληθυσμός αυξάνεται ετησίως κατά 87,2 εκατομμύρια ανθρώπους, σε σύγκριση με 81,5 εκατομμύρια ετησίως από το 1997 μέχρι το 2007. Το 1950, οι χώρες με υψηλό εισόδημα αιτιολογούσαν το 24% του παγκόσμιου πληθυσμού, όμως το 2017, ο πληθυσμός αυτών των χωρών εξηγούσε το 14%. Μεταξύ των χωρών, των οποίων οι πληθυσμοί αυξάνονται περισσότερο από 2% ετησίως από το 2010 μέχρι το 2017, 33 ήταν στην Υποσαχάρια Αφρική. Μαζί με το Νίγηρα, στις χώρες αυτές περιλαμβάνονται η Νιγηρία, η Αιθιοπία και το Μάλι. Εκτός Αφρικής, Ινδία, Πακιστάν, Παπούα Νέα Γουινέα και Αϊτή είναι χώρες μεταξύ άλλων με αυξανόμενους πληθυσμούς. Συγκριτικά, 33 χώρες έχουν μειούμενους πληθυσμούς μεταξύ 2010 και 2017, με τις περισσότερες από αυτές να βρίσκονται στην Κεντρική, Ανατολική και Δυτική Ευρώπη – συμπεριλαμβανομένων των χωρών Γεωργία, Πολωνία, Ρουμανία, Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία – καθώς και Ιαπωνία, Κούβα και Πουέρτο Ρίκο. Επιπλέον του πληθυσμού και της γονιμότητας, η μελέτη GBD αυτής της χρονιάς, με αποτελέσματα που περιγράφονται σε επτά επιστημονικές εργασίες, καλύπτει τη θνησιμότητα και το προσδόκιμο ζωής, τις αιτίες θανάτου και τα χαμένα έτη υγιούς ζωής, τα χρόνια που τα έζησαν με αναπηρία, τη συνολική επιβάρυνση της ασθένειας, τους παράγοντες κινδύνου και τις πιθανότητες κάθε κράτους να πληροί τους 41 σχετικούς με την υγεία δείκτες που είναι μέρος των Στόχων της Αειφόρου Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών (United Nations Sustainable Development Goals ή SDGs) για το 2030. Πηγή και περισσότερα στοιχεία: Institute for Health Metrics and Evaluation Περισσότερα στις δημοσιεύσεις του Lancet: GBD 2017: a fragile world



Ενενήντα ένα (91) κράτη δεν «παράγουν» αρκετά παιδιά για να διατηρούν τους τρέχοντες πληθυσμούς τους, ενώ το αντίθετο ισχύει για 104 χώρες όπου οι ρυθμοί γέννησης οδηγούν τους πληθυσμούς σε αύξηση, σύμφωνα με μια νέα επιστημονική μελέτη. Οι συντελεστές γενικής γονιμότητας (Total Fertility Rates ή TFR) [1], ένα άθροισμα μετρήσεων που αντιπροσωπεύει τον μέσο όρο των παιδιών που θα μπορούσε να γεννήσει μια γυναίκα κατά τη διάρκεια της ζωής της, έχουν μειωθεί από το 1950. Το 2017, ο χαμηλότερος TFR, υπήρξε στην Κύπρο, όπου κατά μέσο όρο, μια γυναίκα θα γεννούσε ένα παιδί κατά τη διάρκεια της ζωής της, σε αντίθεση με τον υψηλότερο στο Νίγηρα, όπου μια γυναίκα θα γεννούσε επτά παιδιά.

Μαζί με το Νίγηρα, το Μάλι, το Τσαντ και το Νότιο Σουδάν ήταν μεταξύ των 104 χωρών με ρυθμούς γεννητικότητας που υπερβαίνουν τις δυο γεννήσεις ανά γυναίκα, σε σύγκριση με τις 91 χώρες, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται η Σιγκαπούρη, η Πορτογαλία, μαζί με την Κύπρο, με συντελεστή χαμηλότερο από δυο. Η συγκεκριμένη στατιστική αναπαριστάνει ταυτόχρονα τόσο μια έκρηξη γεννήσεων για ορισμένα έθνη, όσο και μια ένδεια γεννήσεων για ορισμένα άλλα, σύμφωνα με τον Dr. Christopher Murray, διευθυντή του Ινστιτούτου Μέτρησης και Αξιολόγησης της Υγείας, του Πανεπιστημίου της Washington στο Seattle (Institute for Health Metrics and Evaluation ή IHME). «Οι χαμηλότεροι ρυθμοί γεννητικότητας των γυναικών αντανακλούν σαφώς όχι μόνο πρόσβαση σε υπηρεσίες και διαθεσιμότητα υπηρεσιών αναπαραγωγικής υγείας, αλλά επίσης το ότι πολλές γυναίκες επιλέγουν να καθυστερούν ή να απέχουν από τη γέννηση παιδιού, καθώς και ότι έχουν περισσότερες ευκαιρίες για εκπαίδευση και εργασία».

Τα ευρήματα περιλαμβάνονται στην ετήσια μελέτη για την Παγκόσμια Επιβάρυνση της Ασθένειας (Global Burden of Disease ή GBD), για την οποία συνεισέφεραν 3676 συνεργάτες από 146 χώρες και περιοχές. Η μελέτη αυτής της χρονιάς περιλαμβάνει περισσότερες από 38 δισεκατομμύρια εκτιμήσεις 359 ασθενειών και τραυματισμών και 84 παράγοντες κινδύνου σε 159 χώρες και περιοχές. Αυτή η έκδοση της μελέτης GBD που δημοσιεύθηκε στο διεθνές ιατρικό περιοδικό The Lancet, σηματοδοτεί την πρώτη φορά που η μελέτη παρήγαγε εκτιμήσεις σε πληθυσμό και γονιμότητα. Ο παγκόσμιος πληθυσμός αυξήθηκε κατά 197% από το 1950, από 2,6 δισεκατομμύρια σε 7,6 δισεκατομμύρια το 2017.

«Από ότι γνωρίζουμε, αυτή είναι η πρώτη μελέτη που παρέχει ξεκάθαρες και αναπαραγόμενες εκτιμήσεις πληθυσμού και γονιμότητας που μπορεί να χρησιμοποιηθούν για να ενημερώσουν για τη λήψη αποφάσεων και την παρακολούθηση της οικονομικής προόδου των κρατών», αναφέρει ο Murray. «Παρόλο που οι συντελεστές γενικής γονιμότητας μειώνονται, ο παγκόσμιος πληθυσμός συνεχίζει να αυξάνεται καθώς οι ρυθμοί θανάτου μειώνονται και λόγω της δυναμικής του πληθυσμού σε προηγούμενες δεκαετίες».

Από το 2007 μέχρι το 2017, ο παγκόσμιος πληθυσμός αυξάνεται ετησίως κατά 87,2 εκατομμύρια ανθρώπους, σε σύγκριση με 81,5 εκατομμύρια ετησίως από το 1997 μέχρι το 2007. Το 1950, οι χώρες με υψηλό εισόδημα αιτιολογούσαν το 24% του παγκόσμιου πληθυσμού, όμως το 2017, ο πληθυσμός αυτών των χωρών εξηγούσε το 14%. Μεταξύ των χωρών, των οποίων οι πληθυσμοί αυξάνονται περισσότερο από 2% ετησίως από το 2010 μέχρι το 2017, 33 ήταν στην Υποσαχάρια Αφρική. Μαζί με το Νίγηρα, στις χώρες αυτές περιλαμβάνονται η Νιγηρία, η Αιθιοπία και το Μάλι. Εκτός Αφρικής, Ινδία, Πακιστάν, Παπούα Νέα Γουινέα και Αϊτή είναι χώρες μεταξύ άλλων με αυξανόμενους πληθυσμούς. Συγκριτικά, 33 χώρες έχουν μειούμενους πληθυσμούς μεταξύ 2010 και 2017, με τις περισσότερες από αυτές να βρίσκονται στην Κεντρική, Ανατολική και Δυτική Ευρώπη – συμπεριλαμβανομένων των χωρών Γεωργία, Πολωνία, Ρουμανία, Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία – καθώς και Ιαπωνία, Κούβα και Πουέρτο Ρίκο.

Επιπλέον του πληθυσμού και της γονιμότητας, η μελέτη GBD αυτής της χρονιάς, με αποτελέσματα που περιγράφονται σε επτά επιστημονικές εργασίες, καλύπτει τη θνησιμότητα και το προσδόκιμο ζωής, τις αιτίες θανάτου και τα χαμένα έτη υγιούς ζωής, τα χρόνια που τα έζησαν με αναπηρία, τη συνολική επιβάρυνση της ασθένειας, τους παράγοντες κινδύνου και τις πιθανότητες κάθε κράτους να πληροί τους 41 σχετικούς με την υγεία δείκτες που είναι μέρος των Στόχων της Αειφόρου Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών (United Nations Sustainable Development Goals ή SDGs) για το 2030.

Πηγή και περισσότερα στοιχεία: Institute for Health Metrics and Evaluation

Περισσότερα στις δημοσιεύσεις του Lancet: GBD 2017: a fragile world

egno.gr
Σχόλια