ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΑΝΥΠΑΡΞΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ «ΑΜΥΝΤΙΚΗΣ» ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ – Πέραν των «οργανωτικών αιτίων»

ΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΑΝΥΠΑΡΞΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ «ΑΜΥΝΤΙΚΗΣ» ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ – Πέραν των «οργανωτικών αιτίων» Η Ανυπαρξία Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας Για μία χώρα που αντιμετωπίζει ιστορικά οξεία -και υπαρξιακή, πλέον – απειλή εθνικής ασφαλείας, το επίπεδο ατροφίας της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας είναι καταπληκτικό. Σε μία χώρα που έχει αναλογικά υψηλότατες αμυντικές δαπάνες και σε απόλυτους αριθμούς, πολύ υψηλές αμυντικές δαπάνες, η εγχώρια αμυντική βιομηχανία περιορίζεται σε τέσσερεις μεγάλες, μισο-νεκρές κρατικές βιομηχανίες (ΕΑΒ, ΕΑΣ, ΕΝΑΕ, ΕΛΒΟ) οι οποίες έχουν εξελιχτεί σε καρκίνο για την άμυνα, την οικονομία και την κοινωνία, τρεις μικρές, εξειδικευμένες αλλά ιδιαίτερα δυναμικές και διεθνώς ανταγωνιστικές εταιρείες (Θέων, ISI και Sunlight) και μία εταιρεία με ιδιαίτερη μηχανουργική εξειδίκευση αλλά χωρίς άλλη αμυντική τεχνογνωσία (ΜΕΤΚΑ). Αν στο σύνολο αυτό προσθέσει κανείς την εργοστασιακή υποδομή των ΕΔ, λαμβάνει κανείς ένα θλιβερά απογοητευτικό -πρακτικά μηδαμινό- σύνολο. Στο ερώτημα: «ποια είναι η αιτία της κατάστασης;» δίνονται πολλές απαντήσεις, ενίοτε εύστοχες, συνηθέστερα άστοχες. Το ζητούμενο είναι, όμως να εντοπιστούν τα θεμελιώδη αίτια του προβλήματος, και να διαχωριστούν από συμπτώματα ή δευτερεύουσας σημασίας αίτια. Παρ’ όλο που υπάρχει μία γενική αμηχανία σχετικά με το μέγεθος της αποτυχίας, αυτή συνήθως αποδίδεται σε υπαρκτά αλλά δευτερεύοντα φαινόμενα. Η κατανόηση των πραγματικών αιτίων έχει κρίσιμη σημασία προκειμένου να μην υπάρχουν προσδοκίες από ενέργειες ή πράξεις, ακόμη περισσότερο από διακηρύξεις, που δεν αφορούν τα πραγματικά αίτια της αποτυχίας. Η Αμυντική Βιομηχανία είναι Πολιτικό Ζήτημα Η παραπάνω θέση θα φανεί, ενδεχομένως, υπερβολική ή αυθαίρετη· ενδεχομένως θυμίζει και πρόσφατους κωμικούς ισχυρισμούς για την κρίση χρέους. Όμως, όχι απλώς είναι απολύτως ακριβής, αλλά αποτελεί και την ουσία του προβλήματος της ανυπαρξίας αμυντικής βιομηχανίας. Για την ακρίβεια, αυτό σημαίνει ότι η αμυντική βιομηχανία δεν υπήρξε ποτέ σημαντική πολιτική προτεραιότητα για οποιαδήποτε κυβέρνηση. Όμως αμυντική βιομηχανία δεν γίνεται να αναπτυχθεί χωρίς να αποτελέσει σημαντική πολιτική προτεραιότητα για πολλές διαδοχικές κυβερνήσεις. Για να κατανοήσει κανείς τη φύση του προβλήματος, θα πρέπει να κατανοήσει τη διπλή φύση της πολεμικής βιομηχανίας. Η πολεμική βιομηχανία είναι: (α) ζήτημα εθνικής ασφαλείας, γιατί η ανάπτυξή της προσδίδει στη χώρα στρατηγική αυτονομία – αντίστοιχη του βαθμού ανάπτυξής της (β) ζήτημα εθνικής οικονομίας, γιατί η πολεμική βιομηχανία είναι στην ουσία της μία οικονομική δραστηριότητα, και μάλιστα βιομηχανική. Η ανυπαρξία πολεμικής βιομηχανίας σχετίζεται ουσιωδώς με θεμελιώδη προβλήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας ακριβώς σε ότι αφορά την εθνική της ασφάλεια και την εθνική της οικονομία: (α) Οι ελληνικές ηγετικές ομάδες δεν αποζητούν καμία στρατηγική ή πολιτική αυτονομία για τη χώρα, και συνεπώς δεν ενδιαφέρονται για έναν τομέα που προσδίδει κάποια τέτοια αυτονομία, όπως η αμυντική βιομηχανία. (β) Για λόγους που έχουν σχέση με την πολιτική και κοινωνική κατάσταση της χώρας, όσο και με την επαρχιωτική πνευματική και ιδεολογική συγκρότηση των ηγετικών ομάδων της χώρας, η Ελλάδα έχει παραιτηθεί από οποιαδήποτε ιδέα βιομηχανικής πολιτικής· για την ακρίβεια, στον βαθμό που κάποιοι τη γνωρίζουν, τη θεωρούν «κακή πρακτική». Αυτός είναι, άλλωστε, και ένας βασικός λόγος της γενικότερης τραγικής βιομηχανικής υπανάπτυξης – κατ’ αυτό η αμυντική βιομηχανία δεν διαφέρει από την υπόλοιπη βιομηχανία. Οι Δυο Λόγοι – Αναλυτικά Η Πολιτική «Εθνικής Ασφαλείας» Όταν η πολιτική τάξη αλλά και άλλες «ηγετικές» τάξεις της Χώρας αναφέρονται (σπανίως κι ευκαιριακά) στην αμυντική βιομηχανία, είναι εμφανής μία θεμελιώδης αμηχανία. Υπάρχει η αίσθηση ότι η αμυντική βιομηχανία είναι κάτι «καλό», «ωφέλιμο», «χρήσιμο» κι ενδεχομένως «οικονομικά συμφέρον». Ταυτόχρονα, υπάρχει μία εμφανής «ζήλεια», ίσως και ανησυχία για τα επιτεύγματα της Τουρκίας στον τομέα αυτόν, η οποία μάλιστα έρχεται να διαψεύσει την παλαιά υπεροψία και συγκατάβαση έναντι των ικανοτήτων της γειτονικής χώρας. Εξ ίσου εντυπωσιακή με την «γενικώς» «θετική άποψη» που έχουν συνολικά οι ηγετικές ομάδες της Χώρας για τη σημασία της αμυντικής βιομηχανίας, είναι η αμηχανία σχετικά με την ακριβή σημασία και λειτουργία της. Αν αντιπαρέλθει κανείς τη «γενικώς θετική γνώμη» κι αναζητήσει γραπτά κείμενα ή προφορικές καταθέσεις, πλήρεις ή αποσπασματικές, σχετικά με τον συγκεκριμένο, πρακτικό ρόλο της αμυντικής βιομηχανίας στην Εθνική Ασφάλεια και την πρακτική σημασία της, θα συναντήσει το απόλυτο κενό. Πιο απλά, οι «υπεύθυνοι» δεν πολύ-κατανοούν γιατί ακριβώς είναι «καλόν πράγμα» η αμυντική βιομηχανία, παρ’ όλο που φαίνονται πεπεισμένοι περί αυτού. Ασχέτως της ακριβούς λειτουργίας της αμυντικής βιομηχανίας, το θέμα είναι ότι, τελικά, η αμυντική βιομηχανία είναι ένας παράγοντας που ενισχύει τη στρατηγική και πολιτική αυτονομία μίας χώρας στη διεθνή σκακιέρα, που αυξάνει τους «βαθμούς ανεξαρτησίας» της. Προφανώς δεν καθιστά μία χώρα, και μάλιστα μικρή, «ανεξάρτητη» στρατηγικά και πολιτικά· κάτι τέτοιο είναι αδύνατον για πολύ ισχυρότερες χώρες από την Ελλάδα. Στην πράξη, καμία χώρα δεν είναι πλήρως και απόλυτα στρατηγικά και πολιτικά «ανεξάρτητη», εκτός από δύο-τρεις εξαιρετικά μεγάλες δυνάμεις, που κι αυτές στον χρόνο έχουν κυμαινόμενο επίπεδο ισχύος και ανεξαρτησίας. Όμως όλες οι χώρες που δεν είναι στρατηγικές, πολιτικές, οικονομικές κ.λπ. «υπερδυνάμεις» δεν είναι ίσες μεταξύ τους. Η εσωτερική πολιτική θέληση αυτονομίας, η οικονομική ισχύς, η βιομηχανική ισχύς, η τεχνολογική ισχύς, η στρατιωτική ισχύς, η πολιτιστική ακτινοβολία, η εσωτερική συνοχή – όλα αυτά διαβαθμίζουν κατά κρίσιμο τρόπο τις χώρες μεταξύ τους, τους δίνουν διαφορετική ισχύ και περιθώρια ευελιξίας στις μεταξύ τους σχέσεις, τις καθιστούν περισσότερο η λιγότερο ισχυρές. Η πολεμική βιομηχανία και τεχνολογία αποτελούν έναν εξαιρετικά σημαντικό κρίκο του οικοδομήματος της ισχύος μίας χώρας. Όμως το οικοδόμημα αυτό θα ενδιέφερε την ηγεσία (ξανά: όχι με τη στενή έννοια του πρωθυπουργού ή των αρχηγών κομμάτων, αλλά ηγετικές ομάδες, που διαμορφώνουν τις αντιλήψεις και την πολιτική της Χώρας) μόνον εφ’ όσον είχε πολιτική, ιδεολογική και ιστορική συγκρότηση που να της επιτρέπει να αντιλαμβάνεται την παρουσία της Χώρας στο διεθνές σκηνικό ως ανταγωνιστική με άλλες χώρες. Όμως -για να εξετάσουμε την περίοδο της Μεταπολίτευσης, που συγκροτεί την ιστορική ενότητα που διαμορφώνει τη σημερινή κατάσταση και το σημερινό σκηνικό- καμία κυβέρνηση, κανένας πολιτικός ηγέτης και καμία ηγετική ομάδα δεν έδειξε να αντιλαμβάνεται τη διεθνή παρουσία της Ελλάδας ως συστηματικά ανταγωνιστική με άλλες χώρες. Καραμανλής, Παπανδρέου, Μητσοτάκης, Σημίτης, Καραμανλής Νεώτερος, Παπανδρέου Νεώτερος, Τσίπρας, Μητσοτάκης Νεώτερος, αντιλαμβάνονταν τα προβλήματα ασφαλείας της Ελλάδος ως περιστασιακά κι επίμονα προβλήματα που επιδέχονταν (κι επιδέχονται) κάποιου είδους «επίλυση» ή «διευθέτηση». Τα προβλήματα ασφαλείας της Ελλάδος είναι μεν τέτοιας οξύτητας που απαιτούν κάποια στρατιωτική ισχύ, στην αντίληψή τους όμως είναι συγκυριακά και επιλύσιμα, εν είδει «παρεξηγήσεων» ή «εκνευρισμού» του ετέρου μέρους. Ακόμη περισσότερο, τα προβλήματα ασφαλείας της Χώρας αποτελούσαν μία επίμονη κι ενοχλητική περίσπαση από το «πραγματικό» πεδίο της πολιτικής δράσης, που ήταν και είναι η νομή της εξουσίας στη Χώρα. Μία τέτοια αντίληψη των πραγμάτων, η οποία στερείται αντίληψης της ιστορικής (δηλαδή: εξαιρετικά μακροχρόνιας και συστηματικής) διάστασης του προβλήματος, είναι προφανές ότι δεν επιτρέπει την μακροπρόθεσμη προσπάθεια κι επένδυση σε εγχείρημα σαν αυτό της ανάπτυξης πολεμικής βιομηχανίας. Οι χρονικές εξάρσεις της τουρκικής πίεσης γίνονται αντιληπτές ως περιστασιακές, και αντιμετωπίζονται με αντίστοιχα περιστασιακές προμήθειες όπλων -στο πλαίσιο των εκάστοτε οικονομικών δυνατοτήτων- για την αντίστοιχα περιστασιακή «αντίδραση στην επιθετικότητα της Τουρκίας». Οι περιστασιακές και αντανακλαστικές προμήθειες εξοπλισμού είναι, παρεμπιπτόντως, εκτός από λόγος υπανάπτυξης της πολεμικής βιομηχανίας, και ένας βασικός λόγος που οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις δεν είναι σε θέση να κάνουν σοβαρό σχεδιασμό της δυνάμεώς τους. Πιο απλά: η ανάπτυξη της αμυντικής βιομηχανίας, που είναι ένα μακροπρόθεσμο εγχείρημα, απαιτεί συνείδηση ιστορικού ορίζοντα για το πρόβλημα. Αντιθέτως, οι ελληνικές πολιτικές ηγεσίες διαδοχικά, φιλοδοξούν να επιτύχουν μία «συμφωνία» ή έναν «συμβιβασμό», που θα «επιλύσει» τελεσίδικα το προσωρινό πρόβλημα. Τα προσωρινά προβλήματα επιδέχονται εφ’ άπαξ λύσεις, και η οργάνωση πολεμικής βιομηχανίας αποτελεί μακροπρόθεσμο εγχείρημα. Όμως, για να χρησιμοποιήσουμε μία έξοχη διατύπωση ενός σύγχρονου πολιτικού επιστήμονα: «τις τύχες της χώρας, από την απελευθέρωσή της, τις καθορίζουν εν πολλοίς καθορίζουν: τα αυτοφυή πελατειακά καπετανάτα από την μια μεριά και οι «διαφωτισμένοι» μεταπράττες των δυτικών μοδών από την άλλη. Το επίτευγμα αυτών των δυο ομάδων είναι ότι διαχρονικά εμφανίζονται ως άσπονδοι εχθροί, ενώ στην πραγματικότητα η δήθεν αντιπαλότητά τους τούς επιτρέπει να συγκυβερνούν σε έναν 200ετή ντε φάκτο ‘μεγάλο συνασπισμό’ κάτω από την μύτη του κόσμου.»[i] Η Οικονομική Πολιτική Η ανάπτυξη πολεμικής βιομηχανίας, πέραν της διεθνοπολιτικής της διαστάσεως, αποτελεί και ένα κλασικό πρόβλημα οικονομικής πολιτικής. Εάν μία κοινωνία αποφάσιζε ότι πρέπει, για διεθνοπολιτικούς λόγους, να αναπτύξει πολεμική βιομηχανία, τότε στην πράξη θα έπρεπε να επιλύσει -με μικρές παραλλαγές- το ίδιο ακριβώς πρόβλημα που θα έπρεπε να αντιμετωπίσει εάν αποφάσιζε ότι ήθελε να αναπτύξει βιομηχανία. Ενδεχομένως για τον αμύητο παρατηρητή, ο πολύ ειδικός χαρακτήρας των προϊόντων της πολεμικής βιομηχανίας να την κάνει να φαίνεται σαν ριζικά διαφορετική οικονομική δραστηριότητα από την υπόλοιπη βιομηχανική δραστηριότητα. Όμως, από οικονομικής, οργανωτικής και πολιτικής σκοπιάς, η φύση της πολεμικής βιομηχανίας διαφέρει λίγο μόνον από την «κλασική» βιομηχανία. Μάλιστα, οι ειδικές διαφοροποιήσεις είναι, υπό τις ιδιαίτερες σημερινές συνθήκες, αυτές που την καθιστούν ιδανική προς ανάπτυξη βιομηχανική δραστηριότητα για ένα κράτος που θα επιθυμούσε να αναπτύξει βιομηχανία. Το πρόβλημα είναι ότι η Χώρα κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης έχει παραιτηθεί από την άσκηση βιομηχανικής πολιτικής, και η είσοδός μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση σχεδόν (τονίζεται: σχεδόν) την απαγόρευσε θεσμικά. Αυτό είναι ένα κρίσιμο σημείο που πρέπει να εξηγηθεί πιο αναλυτικά. Ιστορικά (και ο όρος «ιστορικά» καλύπτει την περίοδο από τον 14ο αιώνα μέχρι και το παρόν) τα κράτη που ανέπτυξαν βιομηχανία το πέτυχαν αποκλειστικά μέσω μίας εξαιρετικά επιθετικής βιομηχανικής πολιτικής που περιλάμβανε μία σειρά από λίγο-πολύ παρόμοια μέτρα, για μεγάλη χρονική περίοδο – τέτοια που να αναπτυχθεί μία στέρεα, ανταγωνιστική βιομηχανική βάση. Η απόφαση για την άσκηση τέτοιας πολιτικής ήταν πάντοτε μία πολιτική απόφαση – επειδή οι ηγετικές ομάδες του κράτους αποφάσισαν ότι μία τέτοια πολιτική -για την ακρίβεια, το αποτέλεσμα μίας τέτοιας πολιτικής- προσέδιδε στο κράτος ιδιαίτερη πολιτική ισχύ. Αυτή είναι ένα κεντρικό στοιχείο της οικονομικής ιστορίας, παλαιότερης και σύγχρονης, που μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν κοινός τόπος μεταξύ των «θεωρητικών» οικονομολόγων και παραμένει κοινός τόπος και πιστά ακολουθούμενη πρακτική στις ηγετικές τάξεις, στους πολιτικούς ηγέτες και κρατικούς αξιωματούχους των χωρών που παραμένουν ή εξελίσσονται σε βιομηχανικές δυνάμεις. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η πολιτική πόλωση του Ψυχρού Πολέμου οδήγησε τη Δύση σε ιδεολογικές πολώσεις και απλουστεύσεις, απαραίτητες για να αφομοιώσουν μεγάλες μάζες ένα απλό, ευδιάκριτο «δόγμα πίστεως» που ήταν αντίθετο με το απλό, ευδιάκριτο δόγμα της κομμουνιστικής Ανατολής. Έτσι, δημιουργήθηκε η ιδεολογική αφαίρεση της «ελεύθερης αγοράς» και της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας» («επιχειρηματικότητας» εσχάτως), η οποία, με διάφορους θεωρητικούς συλλογισμούς πρέσβευε την απόσυρση του Κράτους από την άσκηση βιομηχανικής και αναπτυξιακής πολιτικής και τον περιορισμό του στην άσκηση δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής. Η ιδεολογική αυτή «οικονομική» αφαίρεση αντιπαρατάχθηκε πολύ εύκολα στην αντίθετή της «ανατολική» (και αριστερή) ιδεολογική πίστη: αρκεί το Κράτος να αναλάβει την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, να κρατικοποιηθεί, δηλαδή, το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας, και… τα προβλήματα αυτού του κόσμου λύνονται. Ας σημειωθεί ότι η «δεξιά» ιδεολογική κατασκευή είχε και διάφορες επί μέρους πτυχές ιδιαίτερα βολικές για τις μεγάλες οικονομικές δυνάμεις, που διασφάλιζαν έτσι ότι δύσκολα να απειληθούν από φιλόδοξες μικρότερες χώρες που θα επιχειρήσουν να αναπτυχθούν. Μία τέτοια χαρακτηριστική πτυχή είναι η πρακτική και «τελική» ισοδυναμία μεταξύ διαφορετικών μορφών οικονομικής δραστηριότητας, όπως μεταξύ υπηρεσιών και βιομηχανίας, και μάλιστα οποιασδήποτε μορφής υπηρεσιών (όπως, ας πούμε, ο τουρισμός…). Για να επανέλθουμε στην ελληνική πραγματικότητα, απλουστεύοντας κάπως για τις ανάγκες της συζήτησης, πολιτικές, ιδεολογικές και κοινωνικές εξελίξεις της ελληνικής κοινωνίας, οι ηγετικές της τάξεις κατέληξαν στη φανατική εγκόλπωση των δύο αυτών ιδεολογικών -ανιστόρητων και ατελέσφορων- οικονομικών «αντιλήψεων»: «ελεύθερη αγορά» και «υπηρεσίες» από τη μία, με απόσυρση του Κράτους, και «κρατικοποιήσεις», «εθνικοποιήσεις», «κοινωνικοποιήσεις» και άλλες οιήσεις της οικονομίας από την άλλη. Το αποτέλεσμα και στις δύο περιπτώσεις είναι, φυσικά, η απόλυτη οικονομική παρακμή. Είτε ανυπαρξία σοβαρής οικονομικής δραστηριότητας και επιχειρήσεις αετονύχηδων ή χαμηλής προστιθέμενης αξίας και εντάσεως κεφαλαίου, είτε κρατικές εταιρείες της διαλύσεως και της διαφθοράς. Είναι προφανές ότι σε μία χώρα με τόσο εδραιωμένη πεποίθηση αποχής από βιομηχανική πολιτική του Κράτους, καθώς και τόσο εδραιωμένη, πλέον, απαξίωση των κρατικών θεσμών -αποτέλεσμα εν μέρει του πληθωρισμού τους- είναι δύσκολο να υπάρξει αμυντική βιομηχανική πολιτική. Η αμυντική βιομηχανική πολιτική προϋποθέτει παραστάσεις βιομηχανικής πολιτικής, και αυτές απλούστατα δεν υφίστανται. Παρεμπιπτόντως, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο κρατικός χαρακτήρας μίας επιχείρησης ή, πολύ περισσότερο, ενός οργανισμού, δεν είναι αυτομάτως και εγγενώς αρνητικό φαινόμενο. Στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, όμως, η κρατική επιχείρηση έχει εξισωθεί με καθεστώς διαλύσεως, ασυδοσίας και διαφθοράς. Αυτό αποτελεί ένα τόσο ριζωμένο, πλέον, φαινόμενο, που είναι άνευ νοήματος να προσπαθεί κανείς να το αντιμετωπίσει και να το αντιστρέψει – παρ’ όλο που σε ορισμένες περιπτώσεις αυτό θα μπορούσε να συνιστά σημαντική παράμετρο μίας αμυντικής βιομηχανικής πολιτικής. Ο Συνδυασμός των δύο Πολιτικών Αναφέρθηκαν παραπάνω δύο βασικές και βαθιές πολιτικές αιτίες για την ανυπαρξία αμυντικής βιομηχανίας στην Ελλάδα: Η ανάπτυξη αμυντικής βιομηχανίας είναι μία συνιστώσα μακροπρόθεσμης και συνειδητής πολιτικής εθνικής ασφαλείας, από κράτη που έχουν συνείδηση ιστορικής αυτονομίας. Η ανάπτυξη αμυντικής βιομηχανίας προκύπτει ως αποτέλεσμα βιομηχανικής πολιτικής, μίας οικονομικής πολιτικής που στην Ελλάδα, όπως και σε άλλα υπανάπτυκτα κράτη, δεν έχει πολιτικό και ιδεολογικό έρεισμα. Στην πράξη, οι δύο αυτές αιτίες συνδέονται ακόμη πιο στενά: η ίδια η άσκηση βιομηχανικής πολιτικής αποτελεί πολιτική απόφαση ηγετικών ομάδων κρατών που επιθυμούν τα κράτη τους να έχουν οικονομική ανάπτυξη για πολιτικούς λόγους. Εάν κίνητρο μίας τέτοιας απόφασης ήταν απλώς η οικονομική ωφέλεια των ιδίων των ηγετικών τάξεων, δεν θα λαμβανόταν ποτέ. Στις υπανάπτυκτες χώρες (όπως η Ελλάδα), ο πλουτισμός ηγετικών τάξεων προκύπτει από την εκμετάλλευση του -περιορισμένου, έστω- διαθέσιμου πλούτου μέσω προνομιακής πρόσβασης σε αυτόν, κυρίως μέσω του ελέγχου του κράτους. Μία πρόχειρη επισκόπηση των οικονομικών ισχυρών παραγόντων στην Χώρα αποκαλύπτει ότι αυτοί βασίζουν την οικονομική τους ισχύ όχι σε παραγωγικές -και ελάχιστα σε βιομηχανικές- δραστηριότητες αλλά κατά βάσιν σε μεταπρατικές. Εκβιομηχάνιση επιζητούν αυτοί που θέλουν να υπάρξουν στο διεθνές πεδίο, όχι αυτοί που θέλουν απλώς να πλουτίσουν οι ίδιοι. Αυτό το τελευταίο γίνεται πολύ πιο απλά και άκοπα με το -διακριτικό- πλιάτσικο του δημοσίου χρήματος. Και οι «Οργανωτικές Αδυναμίες»; Μία εύλογη ένσταση στα παραπάνω θα μπορούσε να είναι η εξής: ασχέτως της πολιτικής αδιαφορίας για την ανάπτυξη αμυντικής βιομηχανίας, δεν υπάρχουν πραγματικές οργανωτικές αδυναμίες, οι οποίες έχουν εκδηλωθεί έντονα στις -όποιες, αναιμικές- μέχρι σήμερα προσπάθειες, και οι οποίες παίζουν βασικό ρόλο στην ύπαρξη του προβλήματος; Έχουμε τη γνώση και την ικανότητα να αναπτύξουμε αμυντική βιομηχανία, να «φτάσουμε» προηγμένες βιομηχανικά χώρες, κι απλώς από πολιτική αδράνεια ή εχθρότητα δεν το κάνουμε; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι απλή και σαφής: ασφαλώς και υπάρχει σαφής και έντονη οργανωτική αδυναμία, ακόμη και άγνοια σχετικά με το ζήτημα. Τα ειδικότερα θέματα είναι υπαρκτά, σημαντικά -θα αποτελέσουν άλλωστε και αντικείμενα επομένων σημειωμάτων- αλλά δεν αποτελούν την αιτία του προβλήματος. Είναι πολύ μικρότερης τάξης προβλήματα. Για την ακρίβεια, η σημασία της πολιτικής βούλησης για βιομηχανική ανάπτυξη είναι ακριβώς αυτό: η αναγνώριση της άγνοιας και της αδυναμίας στον τομέα αυτόν, και η συνειδητή και επίμονη προσπάθεια να ξεπεραστούν οι αδυναμίες αυτές. Αυτός είναι ακριβώς ο λόγος που η βιομηχανική πολιτική είναι λιγότερο εμφανής και έντονη, και περισσότερο «διακριτική» (αν και σταθερά κρίσιμη) σε προηγμένες βιομηχανικά οικονομίες. Αντιθέτως, σε βιομηχανικά και τεχνολογικά υπανάπτυκτες χώρες, η ανάγκη για να ξεπεραστεί το αρχικό «φράγμα» που τις χωρίζει από τη βιομηχανική ανάπτυξη, απαιτεί πολύ πιο έντονη και μακροπρόθεσμη προσπάθεια και πολιτική δέσμευση. Οι οργανωτικές αδυναμίες και η άγνοια ξεπερνιούνται ακριβώς μέσω της έντονης πολιτικής πίεσης και εγρήγορσης για την αντιμετώπιση των αδυναμιών αυτών. Για να το θέσουμε και με ένα απλό παράδειγμα: η Τουρκία, μέχρι να αρχίσει να αναπτύσσεται βιομηχανικά (μεταξύ άλλων και στον τομέα της αμυντικής βιομηχανίας) ήταν γνωστή για τις… οργανωτικές της και τεχνολογικές της δυνατότητες; Την απάντηση τη γνωρίζουμε όλοι: η συνειδητή πολιτική απόφαση και η μακροπρόθεσμη και συνεπής δέσμευση στον στόχο της εκβιομηχάνισης, οδήγησε στο αποτέλεσμα που έχει επιτευχθεί μέχρι σήμερα. Σελίδα Πηγής αναδημοσίευση από τον Βελισάριο Η φωτογραφία είναι από την ιστοσελίδα της ΕΑΒ






Η Ανυπαρξία Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας

Για μία χώρα που αντιμετωπίζει ιστορικά οξεία -και υπαρξιακή, πλέον – απειλή εθνικής ασφαλείας, το επίπεδο ατροφίας της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας είναι καταπληκτικό.

Σε μία χώρα που έχει αναλογικά υψηλότατες αμυντικές δαπάνες και σε απόλυτους αριθμούς, πολύ υψηλές αμυντικές δαπάνες, η εγχώρια αμυντική βιομηχανία περιορίζεται σε τέσσερεις μεγάλες, μισο-νεκρές κρατικές βιομηχανίες (ΕΑΒ, ΕΑΣ, ΕΝΑΕ, ΕΛΒΟ) οι οποίες έχουν εξελιχτεί σε καρκίνο για την άμυνα, την οικονομία και την κοινωνία, τρεις μικρές, εξειδικευμένες αλλά ιδιαίτερα δυναμικές και διεθνώς ανταγωνιστικές εταιρείες (Θέων, ISI και Sunlight) και μία εταιρεία με ιδιαίτερη μηχανουργική εξειδίκευση αλλά χωρίς άλλη αμυντική τεχνογνωσία (ΜΕΤΚΑ). Αν στο σύνολο αυτό προσθέσει κανείς την εργοστασιακή υποδομή των ΕΔ, λαμβάνει κανείς ένα θλιβερά απογοητευτικό -πρακτικά μηδαμινό- σύνολο.

Στο ερώτημα: «ποια είναι η αιτία της κατάστασης;» δίνονται πολλές απαντήσεις, ενίοτε εύστοχες, συνηθέστερα άστοχες. Το ζητούμενο είναι, όμως να εντοπιστούν τα θεμελιώδη αίτια του προβλήματος, και να διαχωριστούν από συμπτώματα ή δευτερεύουσας σημασίας αίτια. Παρ’ όλο που υπάρχει μία γενική αμηχανία σχετικά με το μέγεθος της αποτυχίας, αυτή συνήθως αποδίδεται σε υπαρκτά αλλά δευτερεύοντα φαινόμενα.

Η κατανόηση των πραγματικών αιτίων έχει κρίσιμη σημασία προκειμένου να μην υπάρχουν προσδοκίες από ενέργειες ή πράξεις, ακόμη περισσότερο από διακηρύξεις, που δεν αφορούν τα πραγματικά αίτια της αποτυχίας.



Η Αμυντική Βιομηχανία είναι Πολιτικό Ζήτημα

Η παραπάνω θέση θα φανεί, ενδεχομένως, υπερβολική ή αυθαίρετη· ενδεχομένως θυμίζει και πρόσφατους κωμικούς ισχυρισμούς για την κρίση χρέους. Όμως, όχι απλώς είναι απολύτως ακριβής, αλλά αποτελεί και την ουσία του προβλήματος της ανυπαρξίας αμυντικής βιομηχανίας. Για την ακρίβεια, αυτό σημαίνει ότι η αμυντική βιομηχανία δεν υπήρξε ποτέ σημαντική πολιτική προτεραιότητα για οποιαδήποτε κυβέρνηση. Όμως αμυντική βιομηχανία δεν γίνεται να αναπτυχθεί χωρίς να αποτελέσει σημαντική πολιτική προτεραιότητα για πολλές διαδοχικές κυβερνήσεις.

Για να κατανοήσει κανείς τη φύση του προβλήματος, θα πρέπει να κατανοήσει τη διπλή φύση της πολεμικής βιομηχανίας. Η πολεμική βιομηχανία είναι:
(α) ζήτημα εθνικής ασφαλείας, γιατί η ανάπτυξή της προσδίδει στη χώρα στρατηγική αυτονομία – αντίστοιχη του βαθμού ανάπτυξής της
(β) ζήτημα εθνικής οικονομίας, γιατί η πολεμική βιομηχανία είναι στην ουσία της μία οικονομική δραστηριότητα, και μάλιστα βιομηχανική.

Η ανυπαρξία πολεμικής βιομηχανίας σχετίζεται ουσιωδώς με θεμελιώδη προβλήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας ακριβώς σε ότι αφορά την εθνική της ασφάλεια και την εθνική της οικονομία:
(α) Οι ελληνικές ηγετικές ομάδες δεν αποζητούν καμία στρατηγική ή πολιτική αυτονομία για τη χώρα, και συνεπώς δεν ενδιαφέρονται για έναν τομέα που προσδίδει κάποια τέτοια αυτονομία, όπως η αμυντική βιομηχανία.
(β) Για λόγους που έχουν σχέση με την πολιτική και κοινωνική κατάσταση της χώρας, όσο και με την επαρχιωτική πνευματική και ιδεολογική συγκρότηση των ηγετικών ομάδων της χώρας, η Ελλάδα έχει παραιτηθεί από οποιαδήποτε ιδέα βιομηχανικής πολιτικής· για την ακρίβεια, στον βαθμό που κάποιοι τη γνωρίζουν, τη θεωρούν «κακή πρακτική». Αυτός είναι, άλλωστε, και ένας βασικός λόγος της γενικότερης τραγικής βιομηχανικής υπανάπτυξης – κατ’ αυτό η αμυντική βιομηχανία δεν διαφέρει από την υπόλοιπη βιομηχανία.

Οι Δυο Λόγοι – Αναλυτικά

Η Πολιτική «Εθνικής Ασφαλείας»

Όταν η πολιτική τάξη αλλά και άλλες «ηγετικές» τάξεις της Χώρας αναφέρονται (σπανίως κι ευκαιριακά) στην αμυντική βιομηχανία, είναι εμφανής μία θεμελιώδης αμηχανία. Υπάρχει η αίσθηση ότι η αμυντική βιομηχανία είναι κάτι «καλό», «ωφέλιμο», «χρήσιμο» κι ενδεχομένως «οικονομικά συμφέρον». Ταυτόχρονα, υπάρχει μία εμφανής «ζήλεια», ίσως και ανησυχία για τα επιτεύγματα της Τουρκίας στον τομέα αυτόν, η οποία μάλιστα έρχεται να διαψεύσει την παλαιά υπεροψία και συγκατάβαση έναντι των ικανοτήτων της γειτονικής χώρας.

Εξ ίσου εντυπωσιακή με την «γενικώς» «θετική άποψη» που έχουν συνολικά οι ηγετικές ομάδες της Χώρας για τη σημασία της αμυντικής βιομηχανίας, είναι η αμηχανία σχετικά με την ακριβή σημασία και λειτουργία της. Αν αντιπαρέλθει κανείς τη «γενικώς θετική γνώμη» κι αναζητήσει γραπτά κείμενα ή προφορικές καταθέσεις, πλήρεις ή αποσπασματικές, σχετικά με τον συγκεκριμένο, πρακτικό ρόλο της αμυντικής βιομηχανίας στην Εθνική Ασφάλεια και την πρακτική σημασία της, θα συναντήσει το απόλυτο κενό. Πιο απλά, οι «υπεύθυνοι» δεν πολύ-κατανοούν γιατί ακριβώς είναι «καλόν πράγμα» η αμυντική βιομηχανία, παρ’ όλο που φαίνονται πεπεισμένοι περί αυτού.

Ασχέτως της ακριβούς λειτουργίας της αμυντικής βιομηχανίας, το θέμα είναι ότι, τελικά, η αμυντική βιομηχανία είναι ένας παράγοντας που ενισχύει τη στρατηγική και πολιτική αυτονομία μίας χώρας στη διεθνή σκακιέρα, που αυξάνει τους «βαθμούς ανεξαρτησίας» της. Προφανώς δεν καθιστά μία χώρα, και μάλιστα μικρή, «ανεξάρτητη» στρατηγικά και πολιτικά· κάτι τέτοιο είναι αδύνατον για πολύ ισχυρότερες χώρες από την Ελλάδα. Στην πράξη, καμία χώρα δεν είναι πλήρως και απόλυτα στρατηγικά και πολιτικά «ανεξάρτητη», εκτός από δύο-τρεις εξαιρετικά μεγάλες δυνάμεις, που κι αυτές στον χρόνο έχουν κυμαινόμενο επίπεδο ισχύος και ανεξαρτησίας. Όμως όλες οι χώρες που δεν είναι στρατηγικές, πολιτικές, οικονομικές κ.λπ. «υπερδυνάμεις» δεν είναι ίσες μεταξύ τους. Η εσωτερική πολιτική θέληση αυτονομίας, η οικονομική ισχύς, η βιομηχανική ισχύς, η τεχνολογική ισχύς, η στρατιωτική ισχύς, η πολιτιστική ακτινοβολία, η εσωτερική συνοχή – όλα αυτά διαβαθμίζουν κατά κρίσιμο τρόπο τις χώρες μεταξύ τους, τους δίνουν διαφορετική ισχύ και περιθώρια ευελιξίας στις μεταξύ τους σχέσεις, τις καθιστούν περισσότερο η λιγότερο ισχυρές.

Η πολεμική βιομηχανία και τεχνολογία αποτελούν έναν εξαιρετικά σημαντικό κρίκο του οικοδομήματος της ισχύος μίας χώρας. Όμως το οικοδόμημα αυτό θα ενδιέφερε την ηγεσία (ξανά: όχι με τη στενή έννοια του πρωθυπουργού ή των αρχηγών κομμάτων, αλλά ηγετικές ομάδες, που διαμορφώνουν τις αντιλήψεις και την πολιτική της Χώρας) μόνον εφ’ όσον είχε πολιτική, ιδεολογική και ιστορική συγκρότηση που να της επιτρέπει να αντιλαμβάνεται την παρουσία της Χώρας στο διεθνές σκηνικό ως ανταγωνιστική με άλλες χώρες. Όμως -για να εξετάσουμε την περίοδο της Μεταπολίτευσης, που συγκροτεί την ιστορική ενότητα που διαμορφώνει τη σημερινή κατάσταση και το σημερινό σκηνικό- καμία κυβέρνηση, κανένας πολιτικός ηγέτης και καμία ηγετική ομάδα δεν έδειξε να αντιλαμβάνεται τη διεθνή παρουσία της Ελλάδας ως συστηματικά ανταγωνιστική με άλλες χώρες. Καραμανλής, Παπανδρέου, Μητσοτάκης, Σημίτης, Καραμανλής Νεώτερος, Παπανδρέου Νεώτερος, Τσίπρας, Μητσοτάκης Νεώτερος, αντιλαμβάνονταν τα προβλήματα ασφαλείας της Ελλάδος ως περιστασιακά κι επίμονα προβλήματα που επιδέχονταν (κι επιδέχονται) κάποιου είδους «επίλυση» ή «διευθέτηση». Τα προβλήματα ασφαλείας της Ελλάδος είναι μεν τέτοιας οξύτητας που απαιτούν κάποια στρατιωτική ισχύ, στην αντίληψή τους όμως είναι συγκυριακά και επιλύσιμα, εν είδει «παρεξηγήσεων» ή «εκνευρισμού» του ετέρου μέρους. Ακόμη περισσότερο, τα προβλήματα ασφαλείας της Χώρας αποτελούσαν μία επίμονη κι ενοχλητική περίσπαση από το «πραγματικό» πεδίο της πολιτικής δράσης, που ήταν και είναι η νομή της εξουσίας στη Χώρα. Μία τέτοια αντίληψη των πραγμάτων, η οποία στερείται αντίληψης της ιστορικής (δηλαδή: εξαιρετικά μακροχρόνιας και συστηματικής) διάστασης του προβλήματος, είναι προφανές ότι δεν επιτρέπει την μακροπρόθεσμη προσπάθεια κι επένδυση σε εγχείρημα σαν αυτό της ανάπτυξης πολεμικής βιομηχανίας. Οι χρονικές εξάρσεις της τουρκικής πίεσης γίνονται αντιληπτές ως περιστασιακές, και αντιμετωπίζονται με αντίστοιχα περιστασιακές προμήθειες όπλων -στο πλαίσιο των εκάστοτε οικονομικών δυνατοτήτων- για την αντίστοιχα περιστασιακή «αντίδραση στην επιθετικότητα της Τουρκίας». Οι περιστασιακές και αντανακλαστικές προμήθειες εξοπλισμού είναι, παρεμπιπτόντως, εκτός από λόγος υπανάπτυξης της πολεμικής βιομηχανίας, και ένας βασικός λόγος που οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις δεν είναι σε θέση να κάνουν σοβαρό σχεδιασμό της δυνάμεώς τους.

Πιο απλά: η ανάπτυξη της αμυντικής βιομηχανίας, που είναι ένα μακροπρόθεσμο εγχείρημα, απαιτεί συνείδηση ιστορικού ορίζοντα για το πρόβλημα. Αντιθέτως, οι ελληνικές πολιτικές ηγεσίες διαδοχικά, φιλοδοξούν να επιτύχουν μία «συμφωνία» ή έναν «συμβιβασμό», που θα «επιλύσει» τελεσίδικα το προσωρινό πρόβλημα. Τα προσωρινά προβλήματα επιδέχονται εφ’ άπαξ λύσεις, και η οργάνωση πολεμικής βιομηχανίας αποτελεί μακροπρόθεσμο εγχείρημα. Όμως, για να χρησιμοποιήσουμε μία έξοχη διατύπωση ενός σύγχρονου πολιτικού επιστήμονα: «τις τύχες της χώρας, από την απελευθέρωσή της, τις καθορίζουν εν πολλοίς καθορίζουν: τα αυτοφυή πελατειακά καπετανάτα από την μια μεριά και οι «διαφωτισμένοι» μεταπράττες των δυτικών μοδών από την άλλη. Το επίτευγμα αυτών των δυο ομάδων είναι ότι διαχρονικά εμφανίζονται ως άσπονδοι εχθροί, ενώ στην πραγματικότητα η δήθεν αντιπαλότητά τους τούς επιτρέπει να συγκυβερνούν σε έναν 200ετή ντε φάκτο ‘μεγάλο συνασπισμό’ κάτω από την μύτη του κόσμου.»[i]

Η Οικονομική Πολιτική

Η ανάπτυξη πολεμικής βιομηχανίας, πέραν της διεθνοπολιτικής της διαστάσεως, αποτελεί και ένα κλασικό πρόβλημα οικονομικής πολιτικής. Εάν μία κοινωνία αποφάσιζε ότι πρέπει, για διεθνοπολιτικούς λόγους, να αναπτύξει πολεμική βιομηχανία, τότε στην πράξη θα έπρεπε να επιλύσει -με μικρές παραλλαγές- το ίδιο ακριβώς πρόβλημα που θα έπρεπε να αντιμετωπίσει εάν αποφάσιζε ότι ήθελε να αναπτύξει βιομηχανία.

Ενδεχομένως για τον αμύητο παρατηρητή, ο πολύ ειδικός χαρακτήρας των προϊόντων της πολεμικής βιομηχανίας να την κάνει να φαίνεται σαν ριζικά διαφορετική οικονομική δραστηριότητα από την υπόλοιπη βιομηχανική δραστηριότητα. Όμως, από οικονομικής, οργανωτικής και πολιτικής σκοπιάς, η φύση της πολεμικής βιομηχανίας διαφέρει λίγο μόνον από την «κλασική» βιομηχανία. Μάλιστα, οι ειδικές διαφοροποιήσεις είναι, υπό τις ιδιαίτερες σημερινές συνθήκες, αυτές που την καθιστούν ιδανική προς ανάπτυξη βιομηχανική δραστηριότητα για ένα κράτος που θα επιθυμούσε να αναπτύξει βιομηχανία.

Το πρόβλημα είναι ότι η Χώρα κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης έχει παραιτηθεί από την άσκηση βιομηχανικής πολιτικής, και η είσοδός μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση σχεδόν (τονίζεται: σχεδόν) την απαγόρευσε θεσμικά. Αυτό είναι ένα κρίσιμο σημείο που πρέπει να εξηγηθεί πιο αναλυτικά.

Ιστορικά (και ο όρος «ιστορικά» καλύπτει την περίοδο από τον 14ο αιώνα μέχρι και το παρόν) τα κράτη που ανέπτυξαν βιομηχανία το πέτυχαν αποκλειστικά μέσω μίας εξαιρετικά επιθετικής βιομηχανικής πολιτικής που περιλάμβανε μία σειρά από λίγο-πολύ παρόμοια μέτρα, για μεγάλη χρονική περίοδο – τέτοια που να αναπτυχθεί μία στέρεα, ανταγωνιστική βιομηχανική βάση. Η απόφαση για την άσκηση τέτοιας πολιτικής ήταν πάντοτε μία πολιτική απόφαση – επειδή οι ηγετικές ομάδες του κράτους αποφάσισαν ότι μία τέτοια πολιτική -για την ακρίβεια, το αποτέλεσμα μίας τέτοιας πολιτικής- προσέδιδε στο κράτος ιδιαίτερη πολιτική ισχύ. Αυτή είναι ένα κεντρικό στοιχείο της οικονομικής ιστορίας, παλαιότερης και σύγχρονης, που μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν κοινός τόπος μεταξύ των «θεωρητικών» οικονομολόγων και παραμένει κοινός τόπος και πιστά ακολουθούμενη πρακτική στις ηγετικές τάξεις, στους πολιτικούς ηγέτες και κρατικούς αξιωματούχους των χωρών που παραμένουν ή εξελίσσονται σε βιομηχανικές δυνάμεις.

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η πολιτική πόλωση του Ψυχρού Πολέμου οδήγησε τη Δύση σε ιδεολογικές πολώσεις και απλουστεύσεις, απαραίτητες για να αφομοιώσουν μεγάλες μάζες ένα απλό, ευδιάκριτο «δόγμα πίστεως» που ήταν αντίθετο με το απλό, ευδιάκριτο δόγμα της κομμουνιστικής Ανατολής. Έτσι, δημιουργήθηκε η ιδεολογική αφαίρεση της «ελεύθερης αγοράς» και της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας» («επιχειρηματικότητας» εσχάτως), η οποία, με διάφορους θεωρητικούς συλλογισμούς πρέσβευε την απόσυρση του Κράτους από την άσκηση βιομηχανικής και αναπτυξιακής πολιτικής και τον περιορισμό του στην άσκηση δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής. Η ιδεολογική αυτή «οικονομική» αφαίρεση αντιπαρατάχθηκε πολύ εύκολα στην αντίθετή της «ανατολική» (και αριστερή) ιδεολογική πίστη: αρκεί το Κράτος να αναλάβει την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, να κρατικοποιηθεί, δηλαδή, το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας, και… τα προβλήματα αυτού του κόσμου λύνονται.

Ας σημειωθεί ότι η «δεξιά» ιδεολογική κατασκευή είχε και διάφορες επί μέρους πτυχές ιδιαίτερα βολικές για τις μεγάλες οικονομικές δυνάμεις, που διασφάλιζαν έτσι ότι δύσκολα να απειληθούν από φιλόδοξες μικρότερες χώρες που θα επιχειρήσουν να αναπτυχθούν. Μία τέτοια χαρακτηριστική πτυχή είναι η πρακτική και «τελική» ισοδυναμία μεταξύ διαφορετικών μορφών οικονομικής δραστηριότητας, όπως μεταξύ υπηρεσιών και βιομηχανίας, και μάλιστα οποιασδήποτε μορφής υπηρεσιών (όπως, ας πούμε, ο τουρισμός…).

Για να επανέλθουμε στην ελληνική πραγματικότητα, απλουστεύοντας κάπως για τις ανάγκες της συζήτησης, πολιτικές, ιδεολογικές και κοινωνικές εξελίξεις της ελληνικής κοινωνίας, οι ηγετικές της τάξεις κατέληξαν στη φανατική εγκόλπωση των δύο αυτών ιδεολογικών -ανιστόρητων και ατελέσφορων- οικονομικών «αντιλήψεων»: «ελεύθερη αγορά» και «υπηρεσίες» από τη μία, με απόσυρση του Κράτους, και «κρατικοποιήσεις», «εθνικοποιήσεις», «κοινωνικοποιήσεις» και άλλες οιήσεις της οικονομίας από την άλλη. Το αποτέλεσμα και στις δύο περιπτώσεις είναι, φυσικά, η απόλυτη οικονομική παρακμή. Είτε ανυπαρξία σοβαρής οικονομικής δραστηριότητας και επιχειρήσεις αετονύχηδων ή χαμηλής προστιθέμενης αξίας και εντάσεως κεφαλαίου, είτε κρατικές εταιρείες της διαλύσεως και της διαφθοράς.

Είναι προφανές ότι σε μία χώρα με τόσο εδραιωμένη πεποίθηση αποχής από βιομηχανική πολιτική του Κράτους, καθώς και τόσο εδραιωμένη, πλέον, απαξίωση των κρατικών θεσμών -αποτέλεσμα εν μέρει του πληθωρισμού τους- είναι δύσκολο να υπάρξει αμυντική βιομηχανική πολιτική. Η αμυντική βιομηχανική πολιτική προϋποθέτει παραστάσεις βιομηχανικής πολιτικής, και αυτές απλούστατα δεν υφίστανται.

Παρεμπιπτόντως, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο κρατικός χαρακτήρας μίας επιχείρησης ή, πολύ περισσότερο, ενός οργανισμού, δεν είναι αυτομάτως και εγγενώς αρνητικό φαινόμενο. Στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, όμως, η κρατική επιχείρηση έχει εξισωθεί με καθεστώς διαλύσεως, ασυδοσίας και διαφθοράς. Αυτό αποτελεί ένα τόσο ριζωμένο, πλέον, φαινόμενο, που είναι άνευ νοήματος να προσπαθεί κανείς να το αντιμετωπίσει και να το αντιστρέψει – παρ’ όλο που σε ορισμένες περιπτώσεις αυτό θα μπορούσε να συνιστά σημαντική παράμετρο μίας αμυντικής βιομηχανικής πολιτικής.

Ο Συνδυασμός των δύο Πολιτικών

Αναφέρθηκαν παραπάνω δύο βασικές και βαθιές πολιτικές αιτίες για την ανυπαρξία αμυντικής βιομηχανίας στην Ελλάδα:
Η ανάπτυξη αμυντικής βιομηχανίας είναι μία συνιστώσα μακροπρόθεσμης και συνειδητής πολιτικής εθνικής ασφαλείας, από κράτη που έχουν συνείδηση ιστορικής αυτονομίας.
Η ανάπτυξη αμυντικής βιομηχανίας προκύπτει ως αποτέλεσμα βιομηχανικής πολιτικής, μίας οικονομικής πολιτικής που στην Ελλάδα, όπως και σε άλλα υπανάπτυκτα κράτη, δεν έχει πολιτικό και ιδεολογικό έρεισμα.

Στην πράξη, οι δύο αυτές αιτίες συνδέονται ακόμη πιο στενά: η ίδια η άσκηση βιομηχανικής πολιτικής αποτελεί πολιτική απόφαση ηγετικών ομάδων κρατών που επιθυμούν τα κράτη τους να έχουν οικονομική ανάπτυξη για πολιτικούς λόγους. Εάν κίνητρο μίας τέτοιας απόφασης ήταν απλώς η οικονομική ωφέλεια των ιδίων των ηγετικών τάξεων, δεν θα λαμβανόταν ποτέ. Στις υπανάπτυκτες χώρες (όπως η Ελλάδα), ο πλουτισμός ηγετικών τάξεων προκύπτει από την εκμετάλλευση του -περιορισμένου, έστω- διαθέσιμου πλούτου μέσω προνομιακής πρόσβασης σε αυτόν, κυρίως μέσω του ελέγχου του κράτους. Μία πρόχειρη επισκόπηση των οικονομικών ισχυρών παραγόντων στην Χώρα αποκαλύπτει ότι αυτοί βασίζουν την οικονομική τους ισχύ όχι σε παραγωγικές -και ελάχιστα σε βιομηχανικές- δραστηριότητες αλλά κατά βάσιν σε μεταπρατικές. Εκβιομηχάνιση επιζητούν αυτοί που θέλουν να υπάρξουν στο διεθνές πεδίο, όχι αυτοί που θέλουν απλώς να πλουτίσουν οι ίδιοι. Αυτό το τελευταίο γίνεται πολύ πιο απλά και άκοπα με το -διακριτικό- πλιάτσικο του δημοσίου χρήματος.

Και οι «Οργανωτικές Αδυναμίες»;

Μία εύλογη ένσταση στα παραπάνω θα μπορούσε να είναι η εξής: ασχέτως της πολιτικής αδιαφορίας για την ανάπτυξη αμυντικής βιομηχανίας, δεν υπάρχουν πραγματικές οργανωτικές αδυναμίες, οι οποίες έχουν εκδηλωθεί έντονα στις -όποιες, αναιμικές- μέχρι σήμερα προσπάθειες, και οι οποίες παίζουν βασικό ρόλο στην ύπαρξη του προβλήματος; Έχουμε τη γνώση και την ικανότητα να αναπτύξουμε αμυντική βιομηχανία, να «φτάσουμε» προηγμένες βιομηχανικά χώρες, κι απλώς από πολιτική αδράνεια ή εχθρότητα δεν το κάνουμε;

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι απλή και σαφής: ασφαλώς και υπάρχει σαφής και έντονη οργανωτική αδυναμία, ακόμη και άγνοια σχετικά με το ζήτημα. Τα ειδικότερα θέματα είναι υπαρκτά, σημαντικά -θα αποτελέσουν άλλωστε και αντικείμενα επομένων σημειωμάτων- αλλά δεν αποτελούν την αιτία του προβλήματος. Είναι πολύ μικρότερης τάξης προβλήματα. Για την ακρίβεια, η σημασία της πολιτικής βούλησης για βιομηχανική ανάπτυξη είναι ακριβώς αυτό: η αναγνώριση της άγνοιας και της αδυναμίας στον τομέα αυτόν, και η συνειδητή και επίμονη προσπάθεια να ξεπεραστούν οι αδυναμίες αυτές. Αυτός είναι ακριβώς ο λόγος που η βιομηχανική πολιτική είναι λιγότερο εμφανής και έντονη, και περισσότερο «διακριτική» (αν και σταθερά κρίσιμη) σε προηγμένες βιομηχανικά οικονομίες. Αντιθέτως, σε βιομηχανικά και τεχνολογικά υπανάπτυκτες χώρες, η ανάγκη για να ξεπεραστεί το αρχικό «φράγμα» που τις χωρίζει από τη βιομηχανική ανάπτυξη, απαιτεί πολύ πιο έντονη και μακροπρόθεσμη προσπάθεια και πολιτική δέσμευση. Οι οργανωτικές αδυναμίες και η άγνοια ξεπερνιούνται ακριβώς μέσω της έντονης πολιτικής πίεσης και εγρήγορσης για την αντιμετώπιση των αδυναμιών αυτών.

Για να το θέσουμε και με ένα απλό παράδειγμα: η Τουρκία, μέχρι να αρχίσει να αναπτύσσεται βιομηχανικά (μεταξύ άλλων και στον τομέα της αμυντικής βιομηχανίας) ήταν γνωστή για τις… οργανωτικές της και τεχνολογικές της δυνατότητες; Την απάντηση τη γνωρίζουμε όλοι: η συνειδητή πολιτική απόφαση και η μακροπρόθεσμη και συνεπής δέσμευση στον στόχο της εκβιομηχάνισης, οδήγησε στο αποτέλεσμα που έχει επιτευχθεί μέχρι σήμερα.



Σελίδα Πηγής

αναδημοσίευση από τον Βελισάριο

Η φωτογραφία είναι από την ιστοσελίδα της ΕΑΒ
Σχόλια