Η δημόσια παιδεία στα χέρια του ασύδοτου νεοφιλελευθερισμού

Το κλείσιµο όλων των βαθµίδων εκπαίδευσης µε απόφαση της κυβέρνησης και η παρακολούθηση των µαθηµάτων µέσω τηλεκπαίδευσης είναι πρωτόγνωρο, αναγκαστικ


Γράφει η Ευαγγελία Μανιτσούδη

Το κλείσιµο όλων των βαθµίδων εκπαίδευσης µε απόφαση της κυβέρνησης και η παρακολούθηση των µαθηµάτων µέσω τηλεκπαίδευσης είναι πρωτόγνωρο, αναγκαστικό και εντελώς απροετοίµαστο µέτρο.

Για όλα τα παιδιά, αλλά περισσότερο για τα παιδιά της πρωτοβάθµιας εκπαίδευσης, είναι επίπονη και αγχώδης κατάσταση. Η εκπαιδευτική διαδικασία σε αυτήν ειδικότερα την ηλικία στηρίζεται στην προσωπική σχέση µε τον εκπαιδευτικό και την επαφή. Οταν ξεκινά λοιπόν η τηλεκπαίδευση διακόπτεται αυτή η αλληλεπίδραση και δηµιουργείται εύλογα ανασφάλεια στα παιδιά αλλά και στους εκπαιδευτικούς, που καλούνται να επιτελέσουν το έργο τους σε πρωτόγνωρες συνθήκες µε ελλείψεις και ανεπάρκειες.

Ας πάµε όµως στην οργάνωση της διαδικασίας, θεωρώντας πάντα αυτονόητο ότι η παιδεία ως δηµόσιο αγαθό πρέπει να παρέχεται σε όλα τα παιδιά µε τον ίδιο τρόπο και η πολιτεία είναι υπεύθυνη γι’ αυτό. Σε κάθε άλλη περίπτωση παράγονται ανισότητες και παιδεία πολλών ταχυτήτων.

Σε αυτό θα επικεντρωθώ περισσότερο, γιατί έχουν παρατηρηθεί πολλές προχειρότητες, έλλειψη προγραµµατισµού, ετοιµότητας και οργάνωσης, µε αποτέλεσµα να µην εξασφαλίζεται στους µαθητές η ισότητα πρόσβασης στη γνώση.

Η κυβέρνηση ξέροντας καλά ότι θα έρθει και δεύτερο κύµα πανδηµίας όφειλε να έχει προετοιµαστεί –είχε άλλωστε όλο τον χρόνο– για να διασφαλίσει την πρόσβαση στη γνώση σε όλους τους µαθητές µε τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Οφειλε να έχει µεριµνήσει πριν από την έναρξη της τηλεκπαίδευσης για τον αναγκαίο υλικοτεχνικό εξοπλισµό σε όλους τους µαθητές. ∆εν είναι δεδοµένο ότι όλα τα παιδιά έχουν το ατοµικό τους λάπτοπ ή τάµπλετ ούτε είναι δεδοµένο ότι όλες οι οικογένειες έχουν υπολογιστή.

Παρατηρήσαµε θλιβερά γεγονότα, µε παιδιά να κάνουν µάθηµα από ένα κινητό στην πλατεία στο χωριό ή άλλα να µαζεύονται σε ένα λάπτοπ για να παρακολουθήσουν το µάθηµα.

Επιπλέον, σύµφωνα µε έρευνες, ένας στους δύο µαθητές αδυνατεί να λάβει µέρος στις τηλεδιασκέψεις λόγω του ότι, ακόµη κι αν υπάρχει η αναγκαία υλικοτεχνική υποδοµή, χρησιµοποιείται από τους γονείς στην τηλεργασία ή από αδέρφια µαθητές ή φοιτητές σε παράλληλα µαθήµατα.

Σε όλα αυτά βέβαια να µην ξεχάσω τη µηδενική µέριµνα για τα παιδιά Ροµά και τα προσφυγόπουλα. Για τα παιδιά αυτά η εκπαίδευση κατά την κυβέρνηση είναι πολυτέλεια ή δεν τους χρειάζεται.

Αυτό που καταλαβαίνω είναι ότι η πρόσβαση στη γνώση δεν είναι αυτονόητα ισότιµη για όλα τα παιδιά. Αυτό βέβαια αποτελεί κυβερνητική πολιτική, η οποία χαρακτηρίζεται από ταξικότητα, ανισότητες και αποκλεισµούς Η πανδηµία όµως τα έφερε στην επιφάνεια περισσότερο.

Για την κυβέρνηση της Ν∆ η παιδεία είναι επιλεκτικό αγαθό για τους έχοντες – για τους υπόλοιπους είναι πολυτέλεια. Επιλέγει µε απόλυτη ευθύνη να ξανακαταστήσει κάποια παιδιά αόρατα και παρίες.

Αυτήν τη λογική ακολουθεί και το νοµοσχέδιο για την επαγγελµατική εκπαίδευση και κατάρτιση, στο οποίο θεσµοθετείται η αποχώρηση των µαθητών από τα σχολικά θρανία προς τις σχολές πρόωρης κατάρτισης, ενώ δροµολογείται η πλήρης υπαγωγή της εκπαίδευσης στις ανάγκες και στα συµφέροντα της αγοράς.

Η κυβέρνηση συνολικά στην παιδεία δεν φρόντισε για τη υγειονοµική θωράκιση των σχολείων, δεν προχώρησε σε έκτακτη χρηµατοδότηση και πρόσληψη προσωπικού, δεν µερίµνησε για δωρεάν τεστ σε εκπαιδευτικούς και µαθητές, δεν ενίσχυσε το δηµόσιο σύστηµα τηλεκπαίδευσης και δεν δαπάνησε ούτε ένα ευρώ για τον τεχνολογικό εξοπλισµό των µαθητών.

Ετσι αντιλαµβάνονται τη δηµόσια παιδεία οι «άριστοι»!

H Ευαγγελία Μανιτσούδη είναι εκπαιδευτικός, μέλος ΝΕ ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ Χίου
Σχόλια