Hegel: Πώς ορίζεται το Συγκεκριμένο και το Αφηρημένο;


HEGEL

Διαλεκτική Συγκεκριμένου και  Αφηρημένου

 

1. Ως αφηρημένο μπορεί να χαρακτηριστεί μια γενική έννοια ή ένας γενικός όρος που στερείται συγκεκριμένο περιεχόμενο, ήτοι δεν λαμβάνει υπόψη τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά των μεμονωμένων πραγμάτων, καταστάσεων, παραδειγμάτων, εννοιών κ.λπ. Ο Χέγκελ ανέπτυξε μια ιδιαίτερη σκέψη για το αφηρημένο και το συγκεκριμένο: μια έννοια είναι αφηρημένη, όταν μελετάται χωρίς αναφορά σε άλλες έννοιες: είναι αποκομμένη από άλλα αισθητηριακά στοιχεία ή νοήματα, που την περικλείουν σε συγκεκριμένα όρια και την καθορίζουν. Η αφηρημένη έννοια είναι απομονωμένη στον εαυτό της χωρίς να διανοίγεται στην πολλαπλότητα των όντων και των πραγμάτων. Σε αντίθεση προς αυτό τον χαρακτήρα του αφηρημένου, μια έννοια είναι συγκεκριμένη, όταν έχει απορροφήσει, έχει προσλάβει μέσα της, τις πιο διαφορετικές στιγμές των νοημάτων, που συναντά στο πέρασμά της μέσα από την πολλαπλότητα. Μια αφηρημένη έννοια δεν είναι γενικής/καθολικής υφής, σε αντίθεση με τη συγκεκριμένη, που έχει γενικό/καθολικό χαρακτήρα.

2. Ο Χέγκελ προσδιορίζει τις έννοιες της διάνοιας (Verstand) ή τις αμετάβλητες ως προς το πλαίσιο έννοιες ως αφηρημένες, αφού σε αυτές αγνοείται η αναφορά σε άλλες έννοιες, συμπεριλαμβανομένης της γενετικής-λογικής τους ανάπτυξης. Απεναντίας προσδιορίζει ως συγκεκριμένες τις έννοιες του Λόγου (Vernunft), αφού αυτές συμπλέκονται με άλλες έννοιες και αναπτύσσονται μόνο ως διαλεκτική σχέση. Σύμφωνα με τούτη τη σχέση, για να επιτύχει κανείς μια συγκεκριμένη ταυτότητα του Πράγματος, χρειάζεται η εν λόγω ταυτότητα να διαμεσολαβηθεί ή να συναχθεί από τη διαφορά. Η διάνοια, που είναι αποκομμένη από τον Λόγο, από τούτη τη διαλεκτική σχέση, εμμένει στον παραδοσιακό νόμο της Ταυτότητας: «Το Α είναι Α», ένα πράγμα είναι αυτό που είναι. Μια τέτοια ταυτότητα όμως είναι αφηρημένη και αν-ούσια χωρίς την έννοια της διαφοράς. Ο διαλεκτικός Λόγος όμως, που είναι πνεύμα, αρνείται το απλό, θέτοντας έτσι την προσδιορισμένη διαφορά για να την αναιρέσει στο τέλος κι αυτή και να θέσει τη συγκεκριμένη, διαλεκτική ταυτότητα. 

3.Το Συγκεκριμένο είναι απλώς αυτό που δεν είναι μονόπλευρο αλλά πολύπλευρο, όχι μερικό ή ελλιπές, ατελές αλλά περιεκτικό ή ακόμη και πλήρες, εντελές. Τελικά το μόνο αληθινό συγκεκριμένο είναι το Όλο, που περιλαμβάνει τα πάντα: δια-λέγεται με το καθετί. Ως εκ τούτου, το επιμέρους ή μερικό στοιχείο είναι αφηρημένο, εάν απομονώνεται από άλλα επιμέρους στοιχεία, ενώ το καθολικό ή εννοιολογικό στοιχείο είναι συγκεκριμένο, εάν σχετίζεται με άλλα καθολικά ή εννοιολογικά στοιχεία και είναι ενταγμένο, ως τέτοιο στοιχείο, σε ένα οργανικό σύστημα. Ένα τέτοιο στοιχείο ονόμασε ο Χέγκελ συγκεκριμένη έννοια ή συγκεκριμένο Καθολικό. Υπό ένα γενικότερο πνεύμα, ο αφηρημένος χαρακτήρας ενός πράγματος είναι η παρουσίαση που δεν γίνεται με εποπτικές, καθολικές έννοιες, δηλαδή συγκεκριμένα, αλλά με αφηρημένες έννοιες, οι οποίες δεν ανταποκρίνονται σε μια σύμμετρη ή επαρκή αντιπροσωπευτική ιδέα ή παράσταση. Τούτο σημαίνει πως ένα μέρος ενός οργανικού Όλου απομονώνεται νοητικά, ήτοι το σκεπτόμαστε έξω από τις συναρτήσεις του με αυτό το Όλο.

 

Σχόλια